Η “ευκαιρία” που ακούει στο όνομα Jordan Morgan, το μπάσιμο της Χίμκι για τον Giedraitis, o Arnoldas Kulboka και άλλα στην πρώτη βόλτα του Hoopfellas στην Ευρώπη της μπασκετικής Offseason. Ας ετοιμαστούμε όλοι για ένα μακρύ καλοκαίρι…
Η σεζόν αποτελεί και επίσημα παρελθόν όπως άλλωστε αναμενόταν. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή συγκέντρωνε εξ αρχής λίγες πιθανότητες ώστε να υιοθετηθεί από την Ευρωλίγκα, με αυτά τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα στον πλανήτη και (φυσικά) στην Ευρώπη, πάντα σε συνάρτηση με την πανδημία. Είναι άσχημο συναίσθημα ότι αφήνουμε πίσω μας μια χρονιά χωρίς νικητή. Χωρίς τα μεγάλα παιχνίδια της Άνοιξης και τα παράγωγα αυτών των οριακών καταστάσεων, τα οποία περιμένουν ανυπόμονα να φιλοξενήσουν κάθε φορά οι λευκές σελίδες των βιβλίων της ιστορίας της διοργάνωσης.
Είναι επίσης άσχημο το αίσθημα της “χαμένης ευκαιρίας” που σίγουρα θα ριζώσει για λίγο καιρό στον εσωτερικό κόσμο των μελών της ομάδας της Αναντολού (Νο1 στα Power Rankings της σελίδας μας στο ξεκίνημα, επιβεβαίωσε τη δυναμική της) η οποία έκανε σε μεγάλο μέρος της σεζόν επίδειξη δύναμης απέναντι στον ανταγωνισμό και δεν θα έχει καν την ευκαιρία να διεκδικήσει αυτό που αποδεδειγμένα έδειχνε να αξίζει, ρίχνοντας τη ζαριά της για τον τίτλο τη στιγμή που όλα έμοιαζαν υπέρ της. Επειδή όμως, το αίσθημα της “απώλειας” (και δη όταν αυτό σχετίζεται με την ανθρώπινη ζωή) είναι πολύ πιο δυνατό από αυτό της “χαμένης ευκαιρίας”, η απόφαση να διακοπεί η σεζόν ήταν απλά, η μόνη επιλογή. Η Offseason ξεκινάει και το καλοκαίρι που έρχεται μπροστά μας θα είναι μακρύ.
Πάμε να κάνουμε μια πρώτη βόλτα επάνω από την Ευρώπη, σχολιάζοντας μερικά επιλεγμένα γεγονότα και πρόσωπα τα οποία μπορεί να μας απασχολήσουν σύντομα.
Για Giedraitis η Khimki
O Rokas Giedraitis (2.01-G/F-1992) είναι αναμφίβολα ένας πολύ ενδιαφέρον παίχτης ο οποίος μάλιστα έρχεται από μια εξαιρετική ρούκι-σεζόν στην Ευρωλίγκα όπου μέτρησε 13.8 πόντους και 4.0 ριμπάουντ με 54.8% στα δίποντα και 39.8% στα τρίποντα. Το επιθετικό σύστημα του κόουτς Ρενέσες έκανε maximize στις δεξιότητες του, αναδεικνύοντας την εξαιρετική του κίνηση μακριά από τη μπάλα, τα shooting skills και συνολικά την ικανότητα που τον διακρίνει να επιτεθεί σε πρώτο χρόνο.
Η ταχύτητα σε επίπεδο ανάπτυξης και εκτέλεσης που πρεσβεύει η (έχουσα ρίζες στην κλασσική ισπανική σχολή αλλά με μια ισχυρή ένεση αναβάθμισης πάντα σε συνάρτηση με τις επιταγές της εξελικτικής πορείας του αθλήματος) φιλοσοφία του Aito, αποτέλεσε το πιο γόνιμο περιβάλλον ώστε να πέσει ο σπόρος των skills του Λιθουανού wing. Έτσι μετά το πολύ παραγωγικό δίδυμο των Butterfield (shooting) – Grigonis (shooting & slashing) στα «φτερά» της ομάδας του το 2017, ο κόουτς παρουσίασε και πάλι μια εξελιγμένη version εντοπίζοντας ανάλογες δεξιότητες στους φετινούς του wings, Eriksson και Giedraitis.
Για τον Giedraitis υπήρξε (δικαιολογημένα) ενδιαφέρον από διάφορες ομάδες. Το συμβόλαιο του με την Άλμπα λήγει το καλοκαίρι του 2021 (υπέγραψε τριετές το 2018) όμως το κλαμπ του Βερολίνου έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι δεν στέκεται εμπόδιο σε αθλητές που θέλουν να κάνουν το επόμενο βήμα (ζητώντας πολύ λογικό buy-out) και δη στην Aito era όπου η αναπτυξιακή/βελτιωτική του διαδικασία είναι από τις κορυφαίες στην Ευρώπη.
Μια από τις ομάδες που παίζουν δυνατά αυτή τη στιγμή για την αγορά του Λιθουανού G/F είναι η Khimki. Στις πρώτες επαφές μάλιστα οι Ρώσοι έδειξαν διατεθειμένοι να ανεβάσουν τον πήχη στο οικονομικό κομμάτι, παράμετρος η οποία ίσως του δώσει οριστικά το επάνω χέρι στη διεκδίκηση του παίχτη. Ενώ λοιπόν το status του Giedraitis κυμαινόταν κοντά στα 700.000 ευρώ σε όρους ετησίων αποδοχών, η Khimki του προσφέρει 800+ σε πρώτη φάση (δεν νομίζω ότι έχει νόημα για ομάδες όπως η Βαλένθια ή ο Παναθηναϊκός να ανέβουν εκεί πληρώνοντας υπεραξία). Ο Λιθουανός είναι εξαιρετικός παίχτης όμως καλό είναι να θυμόμαστε κάποια πράγματα που έχουμε πολλάκις τονίσει στο παρελθόν για το περιβάλλον το σπουδαίων επιθέσεων που έχουν οικοδομηθεί επάνω στους πυλώνες των fundamentals (Ζάλγκιρις, Άλμπα) κάνοντας τους αθλητές που συμμετέχουν σε αυτές να μοιάζουν πολύ καλύτεροι.
Προσωπικά θα ήθελα πολύ να δω τον Giedraitis στα μέρη μας (εξαιρετικός στο transition, off ball παιχνίδι ως cutter & shooter, πολύ σημαντικά στοιχεία στο σύγχρονο μπάσκετ για παίχτη αυτής της θέσης) όμως επαναλαμβάνω δεν έχει κανένα νόημα να αγοράζεις κάτι, εάν δεν το κάνεις στη σωστή τιμή. Μένει να δούμε πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στην περίπτωση του…
Ευκαιρία
Μπορεί να μη βρίσκεται ανάμεσα στα ονόματα των γρήγορων ψηλών που «τρεντάρουν» στις συζητήσεις σχετικά με τους στόχους των ομάδων της Ευρωλίγκας για την επόμενη σεζόν, όμως ο γνωστός μας Jordan Morgan (2.04-C-1991) είναι αναμφίβολα μια από τις καλύτερες περιπτώσεις εκεί έξω.
Το timing είναι μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους αναφορικά με τις επιλογές και τον σχεδιασμό μιας ομάδας στην Οffseason. Ο Morgan είναι ένα παιδί που βρίσκεται πλέον σε «αυτό» (μετάβαση στο υψηλότερο επίπεδο) το σκαλοπάτι και πρέπει να πάρει το επόμενο βήμα. Έφτασε εκεί σιγά σιγά και με αρκετή δουλειά. Δεν ήταν τόσο καλός όταν έφευγε από τη χώρα μας ή όταν κέρδιζε τις εντυπώσεις στη Λουμπλιάνα. Σήμερα, αναμφίβολα είναι. Παρά το γεγονός ότι μπαίνει στα 29 του, έχει παρουσιάσει έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες προόδου την τελευταία τριετία βελτιώνοντας πτυχές του παιχνιδιού όταν και κατάφερε να μετατρέψει ως «δεδομένα» στο οπλοστάσιο του, πράγματα που άλλοτε μπορούσε δυνητικά να εκτελέσει, κάποιες φορές με επιτυχία, κάποιες άλλες όχι.
Ο Μorgan διαθέτει ένα στοιχείο που δεν εντοπίζεται εύκολα σε παίχτες αυτής της κόπιας. Είναι αποτελεσματικός παίζοντας με πλάτη αλλά και με πρόσωπο στο καλάθι, μπορώντας ουσιαστικά να αποτελέσει βασικό κομμάτι σε δύο διαφορετικές μορφές επιθετικής ανάπτυξης (post up, PnR), αποτελώντας παράγοντα στο High Post αλλά και στο low post.
Στο ψηλό post, το καλό του σουτ από τα 5.5 μέτρα και το γρήγορο πρώτο βήμα του που του επιτρέπει να είναι αποτελεσματικός βάζοντας τη μπάλα στο παρκέ είναι σημαντικά εργαλεία. Την ίδια στιγμή στο χαμηλό ποστ παρότι δεν είναι elite σε όρους εκρηκτικότητας -πολύ καλός αθλητής in space (δηλαδή στον ελεύθερο χώρο και σε κίνηση), λιγότερο καλός σε traffic- χρησιμοποιεί το physicality που τον διακρίνει και τους μεγάλους ώμους του για να παράγει, κυρίως με το γνωστό δεξί χούκ του.
Ενώ λοιπόν δεν διαθέτει την αθλητικότητα και το agility του Εmanuel Tery (στοιχεία αν μη τι άλλο σημαντικά καθώς αποτελούν τη βάση για να οικοδομήσει κάποιος το παιχνίδι του στο επόμενο επίπεδο), είναι συνολικά καλύτερος παίχτης υπερέχοντας στα περισσότερα κομμάτια του παιχνιδιού. Σημειώστε δε, ότι στις δύο αναμετρήσεις με αντίπαλο την Μπαντίρμα στη TBL φέτος, ο Morgan «έγραψε» 23.5 πόντους και 8.0 ριμπάουντ με 21/25 σουτ. Ο Τery, παίχτης ανάλογου οικονομικού status με αυτόν (στην ακτίνα των 400.000), ζητάει πάνω από τα διπλάσια χρήματα από τις ομάδες που τον έχουν πλησιάσει κάνοντας μια πρώτη, διερευνητική επαφή.
Ο Morgan παράλληλα είναι εξαιρετικός ριμπάουντερ και αμύνεται ικανοποιητικά στο χαμηλό ποστ, χρησιμοποιώντας τον δυνατό κορμό και τα χέρια του ώστε να ματσάρει ψηλότερους αντιπάλους. Τα τελειώματα του παίρνουν βελτίωση και τεχνικά απέχει από το να θεωρηθεί άρτιος όμως είναι πολύ έξυπνος, έχει καλό footwork και ξέρει να δουλεύει με προσποιήσεις για να κερδίζει το πλεονέκτημα στις μάχες εδάφους απέναντι στην άμυνα. Φέτος σύμφωνα με το Realgm, ήταν –μεταξύ όλων των αθλητών της τουρκικής λίγκας- πρώτος σε όρους DRAT (93.2) και πέμπτος σε ORAT (131.7).
Για τον παίχτη έχουμε μιλήσει στο παρελθόν και με τον κόουτς Ισίδωρο Κουτσό (ήταν μαζί στην Κύμη τη σεζόν 2016-17) και μάλιστα έχω κρατήσει μια ατάκα του σχετικά με την πνευματική του ιδιοσυγκρασία. “Είναι άνθρωπος με πρόγραμμα που χτίζει την καριέρα του μεθοδικά, με υπομονή. Ξέρει από τώρα τι θα κάνει όταν τελειώσει την καριέρα του στο μπάσκετ”.
Ο Μorgan είναι μια καλή περίπτωση παίχτη για τη θέση «5» στο επίπεδο της Ευρωλίγκας. Διαθέτει το υπόβαθρο και τα εφόδια πλέον που χρειάζονται για να κάνει το επόμενο βήμα, στη μεγάλη σκηνή του ευρωπαϊκού. Κατά τη γνώμη μου μπορεί να αποτελέσει μια έξυπνη και οικονομική κίνηση για ένα σύνολο που θα χρειαστεί το versatility και τη (τυπική Made in Michigan area) μαχητικότητα του στη frontcourt, «δένοντας» τον με ένα μεγαλύτερο κορμί στη θέση του σέντερ.
Κulboka
Το ενδιαφέρον της Ζάλγκιρις για τον Arnoldas Kulboka (2.08-F-1998) ήταν μάλλον αναμενόμενο δεδομένης της προσπάθειας των Λιθουανών να ενισχύσουν όσο μπορούν τον εγχώριο κορμό τους, μαζεύοντας ό,τι καλύτερο (διαθέσιμο) κυκλοφορεί.
Ο νεαρός φόργουορντ (ντραφτ της Σάρλοτ το 2018 στο τέλος του δεύτερου γύρου) βγαίνει από μια παραγωγική σεζόν με την εξαιρετική φετινή Μπιλμπάο στην ACB όπου έδειξε μέρος των αγωνιστικών του προτερημάτων. Με αυτόν και τον Axel Bouteille (πλέον στην Ουνικάχα) στις θέσεις των forwards, η Μπιλμπάο διέθετε σπουδαίο perimeter firepower που τη βοηθούσε να ανοίγει τις άμυνες στο μισό γήπεδο, δημιουργώντας χώρους στο ζωγραφιστό και ευκαιρίες για close out-επίθεση. Ο Kulboka αγωνίστηκε αρκετά στη θέση «4» δίπλα σε μεγάλα κορμιά όπως ο Balvin ή ο Lammers και η Stretch ικανότητα του ήταν σημαντικό κομμάτι της επιθετικής επιτυχίας της ομάδας του, με τους Βάσκους να παρουσιάζουν ένα όντως αποτελεσματικό σε παραγωγικούς όρους οικοδόμημα.
Παρ’όλα αυτά, είναι προφανές ότι το παιδί διαθέτει ξεκάθαρα wing skills και το μέλλον του βρίσκεται στην περιφέρεια. Ο Kulboka είναι ένας εξαιρετικός σουτέρ. Ο μηχανισμός του δεν είναι τόσο καθαρός (ειδικά η απελευθέρωση) όσο π.χ του Έρικσον όμως ο τρόπος που σετάρει τα πόδια του για να εκτελέσει είναι υποδειγματικός. Το ίδιο καλή είναι και η κίνηση του μακριά από τη μπάλα. Είναι versatile shooter. Έχει catch & shoot εκτέλεση, σουτ μετά από ντρίμπλα (δουλεύει πολύ το σουτ μετά από step back), σουτ από θέση, είναι αποτελεσματικός σε καταστάσεις pindown.
Φυσικά ο Kulboka έχει πάρα πολλά να βελτιώσει ακόμα, ειδικά εάν η Ζάλγκιρις ή κάποια άλλη ομάδα του επόμενου επιπέδου του δώσει την ευκαιρία. Στην περίπτωση του μια ενδεχόμενη επιστροφή στην πατρίδα για λογαριασμό των πρασίνων θα ήταν «ευλογία» για τον παίχτη. Οι πρωταθλητές Λιθουανίας θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν έναν shooting forward με ενδιαφέρουσα αθλητική ικανότητα, ξεσκονίζοντας και βελτιώνοντας την υπάρχουσα πρώτη ύλη σε κομμάτια του παιχνιδιού του που ίσως σήμερα μοιάζουν κρυμμένα. Για παράδειγμα, ο νεαρός φόργουορντ έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί με τη μπάλα στα χέρια αναπτύσσοντας δημιουργική ικανότητα που αυτή τη στιγμή δεν είναι ιδιαίτερα ορατή στο ρεπερτόριο του. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα μάθει να διαβάζει το παιχνίδι καλύτερα και να αποφασίζει με μεγαλύτερη ορθότητα σε μικρότερους χρόνους. Ίσως τότε βελτιώσει το μέτριο shot selection του το οποίο ευθύνεται για το σχετικά χαμηλό , σε συνάρτηση με τις δυνατότητες του ως εκτελεστής, ποσοστό του στα τρίποντα (34.9% σε 5.5 προσπάθειες) και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα του σε close out-καταστάσεις. Κυρίως όμως -ειδικά όταν μιλάμε για την πιθανότητα ένταξης του στη συγκεκριμένη ομάδα- οφείλει να μάθει να ανταποκρίνεται στο physical παιχνίδι, προτάσσοντας δυναμισμό. Γιατί πολύ απλά εάν δεν το κάνει, δεν πρόκειται να παίζει καθόλου. Ειδικά για τον Σάρας, αυτό το στοιχείο είναι προαπαιτούμενο για να πατήσει κάποιος στο παρκέ, σε αυτό το επίπεδο. Θα ήθελα λοιπόν να δω τον 22χρονο φόργουορντ στο Κάουνας την επόμενη σεζόν. Το περιβάλλον της Ζάλγκιρις πρώτα θα τον ταπεινώσει και μετά θα τον εξελίξει.
Από τα σπλάχνα της Penya
O Nenad Dimitrijevic (1.88-PG-1998) είναι ένας ακόμα 98αρης που αξίζει της προσοχής μας. Πρόκειται για ένα παιδί που έρχεται από τις ακαδημίες της Joventut και τα τελευταία χρόνια κερδίζει όλο και περισσότερο χρόνο στο rotation της πρώτης ομάδας. Μην ξεχνάμε ότι κάποτε, η Joventut ήταν «η Παρτίζαν της δυτικής Ευρώπης» σε όρους παραγωγής και ανάπτυξης νέων ταλέντων και παρά το γεγονός ότι το κλαμπ βιώνει διάφορες και σε πολλά επίπεδα δυσκολίες τα τελευταία χρόνια, κατέχει ακόμα τη τεχνογνωσία σε αυτόν τον τομέα.
Ο 22χρονος γκαρντ ανέβηκε φέτος σε πρώτο ρόλο παίρνοντας σημαντικά λεπτά στο backcourt δίπλα στον Klemen Prepelic. Τον βοήθησε σε βάθος χρόνου σημαντικά το γεγονός ότι «έφαγε τα μούτρα του». Ο Dimitrijievic παίζει χωρίς φόβο και μεγάλο ενθουσιασμό, στοιχεία που αρέσουν στους scouts αναφορικά με την προοπτική του. Διαθέτει μέγεθος, court vision και slashing abilities. Όμως είναι ακόμα ακατέργαστος. Η τεχνική πάσας του και το ball handling του θέλουν ακόμα δουλειά όπως και η αποτελεσματικότητα του σε επίπεδο περιφερειακής εκτέλεσης. Είναι επιρρεπής στο λάθος και αυτός είναι το κομμάτι που οφείλει να εστιάσει τους ερχόμενους μήνες δουλεύοντας με τους προπονητές του (βρίσκεται συχνά στον αέρα χωρίς ξεκάθαρη απόφαση). Υπάρχουν βέβαια στιγμές που δείχνει γιατί θεωρείται πολλά υποσχόμενους στους κύκλους της Penya.
Φέτος έδειξε άκρως ενθαρρυντικά δείγματα στο Eurocup τελειώνοντας τη σεζόν με 11.9 πόντους (64.5% στα δίποντα, 32.4% στα τρίποντα και 84.9% από τη γραμμή των προσωπικών), 3.9 τελικές πάσες και 2.5 λάθη σε 15 ματς.
Και εδώ φτάνουμε σε ένα σημείο όπου μου δίνετε η ευκαιρία να πω, βλέποντας τις ελληνικές και τις ευρωπαϊκές ομάδες να ετοιμάζονται για μια ακόμα Off season, πόσο λείπουν από το ευρωπαϊκό μπάσκετ του σήμερα άνθρωποι με τη φιλοσοφία, τις ικανότητες και την προσωπικότητα του Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Ο προπονητής αυτός δηλαδή που θα είχε στα χέρια του το τιμόνι και την ευθύνη στελέχωσης ομάδων όπως στην παρούσα φάση ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός και εκεί που όλοι περίμεναν τις 2-3 προσθήκες με τα βαριά βιογραφικά θα υπέγραφε τον Kubolka και τον Dimitrijievic, λέγοντας στη διοίκηση «είμαστε έτοιμοι, πάμε». Αλήθεια, πόσο λείπουν οι «δάσκαλοι» (γιατί κόουτς έχουμε και μάλιστα ικανότατους) από το υψηλό επίπεδο στο σημερινό ευρωπαϊκό μπάσκετ; Για αυτό ίσως, οι δουλειές των Ρενέσες και Γιασικεβίτσιους, ανεξάρτητα από τους τίτλους που κατακτούν ή όχι, έχουν ιδιαίτερη σημασία στο κάδρο του αθλήματος στην ήπειρο μας. Δεν είναι μόνο η αθλητική κουλτούρα, η οπτική για το άθλημα ή η πίεση του μεγάλου κλαμπ που μειώνει τον αέρα στα πνευμόνια ενός σημαντικού οργανισμού που στρέφεται σε ένα τέτοιο εγχείρημα αλλά και η απουσία συνδυασμού τέτοιων στοιχείων από τους κορυφαίους προπονητές των ημερών μας. Είναι κάτι που λείπει και νομίζω ότι θα μπορούσε να συντελέσει σημαντικά στην αναβάθμιση της εικόνας του αθλήματος στα μέρη μας…
Υ.Γ: Στον Ολυμπιακό είναι δεδομένο ότι πολλά θα εξαρτηθούν από την έκβαση της υπόθεσης Σλούκα. Όπως έχουν έρθει τα πράγματα, οι δύο πλευρές έχουν ανάγκη η μια την άλλη. Και αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό ώστε να ξεπερασθούν τα όποια εμπόδια που παρουσιάζονται ώστε να κλείσει η συμφωνία, μιλώντας πάντα με βάση τα ισχύοντα δεδομένα στην πλευρά της Φενέρ.
Υ.Γ1: Οι πληροφορίες που έφτασαν από την Ισπανία σχετικά με το ενδιαφέρον των Ζενίτ και Χίμκι για τον Tarik Black είναι αληθείς. Ο παίχτης ψάχνει ένα ποσό κοντά στο 1 εκατομμύριο (ετήσιες απολαβές) και τα δύο αυτά clubs μπορούν να του το δώσουν. Ο Black έρχεται από τραυματισμό (έπαιξε 11 ματς φέτος στην EL με τη Μακάμπι, 9.1 πόντοι -61.8% στα δίποντα- 4.8 ριμπάουντ σε 19.1′) όμως όλοι γνωρίζουν τι μπορεί να κάνει στο παρκέ εφόσον μείνει υγιής και δη, με έναν πραγματικό PG δίπλα του. H “ομάδα του λαού” μετράει πληγές από το οικονομικό χτύπημα της διακοπής, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στο να διατηρήσει το φετινό πολύ επιτυχημένο core της. Ενώ λοιπόν ο κόουτς Σφαιρόπουλος ήταν ευχαριστημένος και θα ήθελε να διατηρήσει τους Black και Wolters (καλή χρονιά αλλά με τραυματισμό και για τους δύο) στο Τελ Αβίβ, απλά -με τα νέα δεδομένα- δεν μπορεί να το κάνει.
Υ.Γ2: Στον Παναθηναϊκό έχουν ετοιμάσει τη λίστα με τους υποψήφιους στόχους της ομάδας ανά θέση για αυτό το καλοκαίρι, “τρέχοντας” ήδη τις πρώτες επαφές. Μπορώ να σας πω με τα λίγα που γνωρίζω, ότι γίνεται αρκετά καλή δουλειά. Το ζητούμενο βέβαια σε επίπεδο στελέχωσης δεν είναι να μπορέσεις να βρεις τους καλούς, εξελίξιμους (και με το απαιτούμενο potential) αθλητές αλλά να δημιουργήσεις τη σωστή ακολουθία χαρακτήρων & δεξιοτήτων, ταιριάζοντας σωστά τα κομμάτια στο ρόστερ που θα οικοδομήσεις. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι δεν θα πρέπει να κρίνουμε μια κίνηση αξιολογώντας απλά το τι μπορεί να κάνει ένας αθλητής σε αυτό το επίπεδο αλλά κυρίως το τι μπορεί να προσφέρει εντός ενός συγκεκριμένου ρόστερ και μια αγωνιστικής πλατφόρμας.