Ποιος είναι ο καλύτερος παίχτης των τελευταίων τριάντα χρόνων στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση; Το Hoopfellas μπαίνει στην αίθουσα του θρόνου και βάζει τους δελφίνους του στέμματος στο δικό του παρκέ, καταθέτοντας την ψήφο του για τον “βασιλιά” της σύγχρονης ιστορίας του θεσμού…
To πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί με τη διακοπή της αγωνιστικής δράσης σε ολόκληρο τον πλανήτη τροφοδοτεί τη “ρετρολαγνία” η οποία άλλωστε αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα της σελίδας μας. Αυτή τη φορά ετοιμάσαμε κάτι special. Τοποθετήσαμε στο εικονικό παρκέ του Hoopfellas τους καλύτερους παίχτες που έχουν δει τα γήπεδα της Ευρωλίγκας/Κυπέλλου Πρωταθλητριών τα τελευταία τριάντα χρόνια, με σκοπό να ανταλλάξουμε απόψεις στο ερώτημα του “ποιος είναι ο καλύτερος στη σύγχρονη εποχή της διοργάνωσης”. Αυτός που ανάμεσα στους υπόλοιπους διεκδικητές του στέμματος θα ξεχωρίσει, κάνοντας δικό του τον θρόνο. Τα φίλτρα που βάλαμε στο εγχείρημα μας αυτό μας βοηθούν στο να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι και να αποφύγουμε το να δημιουργηθεί κάποιου είδους κομφούζιο, μιας και η δεξαμενή ταλέντου και παιχτών που έγραψαν τη δική τους ιστορία είναι τεράστια. Ως προαπαιτούμενα λοιπόν θέσαμε:
-Την κατάκτηση ενός τουλάχιστον τίτλου στη διοργάνωση
-Την παρουσία σε αυτή για τουλάχιστον τρεις σεζόν
Ξεκινάμε λοιπόν κάπου στο 1989 την αναζήτηση μας. Μετά την εποχή της μεγάλης Τσιμπόνα του Ντράζεν Πέτροβιτς και της Τρέισερ του Μπομπ Μάκαντου. Συγκεντρώσαμε 8 παίχτες που κατά την άποψη της σελίδας δικαιούνται περισσότερο το χρίσμα του “καλύτερου”, αφήνοντας εκτός αρκετούς άλλους, επίσης σπουδαίους. Φυσικά η δική σας άποψη μπορεί να αφορά κάποιον αθλητή ο οποίος δεν βρίσκεται στη συγκεκριμένη λίστα.
Επειδή η σημερινή ανάρτηση ακριβώς θεωρείται special, σκέφτηκα ότι πρέπει στο μείγμα να μπει και ένας άνθρωπος με επίσης special απόψεις. Είναι τιμή μας λοιπόν να φιλοξενήσουμε (και) σε επίπεδο αρθρογραφίας έναν από παλαιότερα και πιο αγαπητά μέλη της κοινότητας, τον Stegosavros, ο οποίος θα μας προσφέρει το δικό του ιδιαίτερο σχόλιο στην προσπάθεια αξιολόγησης των δεδομένων.
Η μπάλα όμως ήδη έχει αρχίσει να ακούγεται στο παρκέ του Hoopfellas. Πάμε να δούμε τους 8 δελφίνους του θρόνου…
Predrag Danilovic (2.00-G/F-1970)
EL Clubs: Παρτίζαν, Βίρτους Μπολόνια
Resume: 3 Final Fours, 2 Τίτλοι
Πάντα πίστευα ότι ο Ντανίλοβιτς έχει κάνει σε πολύ μικρή ηλικία μια μυστική συμφωνία με τον Eωσφόρο, του τύπου “live fast, die young” σε επίπεδο καριέρας. Σκεφτείτε το λίγο… Στα εφηβικά του χρόνια έμοιαζε με άντρα ανάμεσα σε παιδάκια. Πιο ώριμος, πιο έτοιμος. Η σχέση του με τον Ντούλε επιτάχυνε ουσιαστικά τη διαδικασία ανάπτυξης του σε πνευματικό και (ως αποτέλεσμα) σε αγωνιστικό επίπεδο. Κέρδισε τα πάντα νωρίς. Μια συμπαντική συνωμοσία του έδωσε την ευκαιρία να δουλέψει με μερικούς από τους μεγαλύτερους θρύλους των πάγκων. Βουγιόσεβιτς, Μεσίνα, Ίβκοβιτς, Ομπράντοβιτς, Πατ Ράιλι, Ντον Νέλσον. Σταμάτησε μόλις στα 30 του χρόνια όπως αυτός ήθελε παρότι εμφανισιακά έμοιαζε τότε πολύ μεγαλύτερος, σαν να ξεπλήρωνε εκείνη τη συμφωνία για μια εκθαμβωτική καριέρα. Κύριοι, ο “πρίγκηπας” από το Σεράγεβο είναι ίσως ο πιο Illuminati αθλητής που γνώρισε το ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Πέραν όλων αυτών των συνωμοσιών, ο Ντανίλοβιτς ήταν work horse. Ίσως (ΙΣΩΣ λέω) να έπαιξε και αυτό κάποιο ρόλο στην προσωπική του ανέλιξη. Μπήκε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ ως “καθαρόαιμο” όντας ένας φτεροπόδαρος slasher που επιτιθόταν στα καλάθια μανιασμένα (παρότι είχε την ικανότητα του σουτ που καλλιέργησε με ζέση μέχρι το τέλος της καριέρας του) και εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους executive shooter που είδαν τα ευρωπαϊκά γήπεδα. Ανέβαζε κατακόρυφα την απόδοση του στα μεγάλα ματς. Βασικά, “δεν ένιωθε”.
Έπαιζε τελικούς με την άνεση και την αυτοπεποίθηση μονού στο ανοιχτό του Kalemegdan και αυτό μετέδιδε ένα είδος αμηχανίας στους αντιπάλους. Ήταν ο τύπος ο οποίος στο όριο θα σουτάρει με μηδέν παλμούς με το αυτοκρατορικό του στυλ (αφού πριν έχει δουλέψει στην εντέλεια γύρω από τα screens σετάροντας τον αντίπαλο του με ένα είδος ύπνωσης που τον μετατρέπει σε απλό, ανήμπορο ακόλουθο του) και θα γύριζε να σε χλευάζει ή να σε κοιτά αλλάζοντας χρώμα στις κόρες των ματιών του (κόκκινο με background φωτιές της κόλασης κτλ, με πιάνετε νομίζω…) όλο το βράδυ. Η επιτομή του winner, μεγάλη προσωπικότητα blended με μια ισχυρή δόση παράνοιας που ενέπνεε τους συμπαίχτες του στα δύσκολα. Γυρνώντας από την Αμερική για τη δεύτερη θητεία του στην EL, εμφανίστηκε πολύ βελτιωμένος στο κομμάτι της πάσας. Ήταν πιο σοφός, πιο κοντρολαρισμένος. Η μυστική εκείνη συμφωνία, έφτανε σιγά-σιγά στο τέλος της…
Στεγόσαυρος take: Ο παίχτης-fixture του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος των 90s, ο Ντανίλοβιτς έπαιξε στην κορυφαία διοργάνωση από το 1991 μέχρι το 1999 με μόνο διάλειμμα την διετία 1995-97 που ήταν στο ΝΒΑ. Ακόμα και χωρίς τις δυο κούπες του 1992 και του 1998, αυτή η μονιμότητα από μόνη της θα ήταν τίτλος τιμής σε εποχές που κάθε ομάδα είχε δυο ξένους και οι καλές ομάδες διασκορπίζονταν στα τρία ηπειρωτικά κύπελλα. Το three-peat στο οποίο οδήγησε την Βίρτους (1993-95),όταν το ιταλικό πρωτάθλημα διεκδικούσαν κάθε χρόνο 4 και 5 ομάδες, είναι ίσως ο σημαντικότερο δείκτης individual dominance στο ευρωπαϊκό μπάσκετ εκείνης της δεκαετίας, διασκεδάζοντας την αποτυχία του να οδηγήσει την Βίρτους στο φάιναλ φορ στην πρώτη του θητεία εκεί. Η εικόνα του με το καπνογόνο στα τελευταία δευτερόλεπτα του ημιτελικού Κίντερ-Τιμσίστεμ στο Μόναχο το 1999 επισφραγίζει το τέλος της πρώτης, «φαργουέστ» περιόδου της εποχής των φάιναλ φορ
Arvydas Sabonis (2.21-C-1964)
Clubs: Zalgiris, Real Madrid
Resume: 2 Final Fours, 1 τίτλος
Ό,τι και να πούμε για το “θαύμα της φύσης” θα μοιάζει με ακατάσχετη φλυαρία μπροστά στο μεγαλείο του αθλητή. Ο Σαμπόνις ήταν για χρόνια το καλά κρυμμένο “όπλο” του καθεστώτος καταφέρνοντας τελικά στα 25 του να αφήσει το Κάουνας για να ταξιδέψει στη Δύση, με πρώτο σταθμό την Καστίλλη-Λεόν και τη Βαγιαδολίδ. Τρία χρόνια αργότερα, μετακόμισε στη γειτονική Μαδρίτη και τη Ρεάλ με την οποία πάτησε στην κορυφή της Ευρώπης το 1995 καταπίνοντας κάθε αντίπαλο που βρήκε μπροστά του. Πέρασε τον Ατλαντικό στα 30 του και επέστρεψε ουσιαστικά στην Ευρώπη (υπήρχε συμφωνία με τη Ζάλγκιρις και για τη σεζόν 2001-02 αλλά ο Λιθουανός δεν αγωνίστηκε ποτέ εκείνη την περίοδο) το 2003-04 όπου στα 40 του χρόνια δίδαξε πως θα παιχθεί η θέση του σέντερ στο μακρινό μέλλον, χάνοντας για ένα σουτ και μερικά δέκατα του δευτερολέπτου τη συμμετοχή στο F4 του Τελ Αβίβ.
Στον γίγαντα του Κάουνας απεικονίζεται όλη η σοφία του αθλήματος σε ένα πιο φουτουριστικό πακέτο. Ο Σαμπόνις δεν ήταν μόνο μια φάση μπροστά από συμπαίχτες και αντιπάλους. Ήταν ένα (τουλάχιστον) βήμα μπροστά από την εποχή του. Εάν ήταν βιβλίο, θα ήταν το “Brave New World” του Χάξλεϋ. Δύναμη που δεν ματσαριζόταν, IQ στον ουρανό, δουλεμένα fundamentals και μια ταχύτητα σκέψης η οποία σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία του πακέτου έδιναν στην εκάστοτε ομάδα του ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο παρκέ.
Ο Ουόλτον είχε πει ότι “ο Σαμπόνις είναι ένας Λάρι Μπερντ με ύψος 2.20”. Διάβασμα, τεχνική πάσας, υποδειγματικά finishing μέσα και έξω από το καλάθι, η επιτομή του domination και στις δύο πλευρές του παρκέ. Αδικήθηκε από την αργή χρονικά μετάβαση του στη μεγάλη σκηνή καθώς δεν είχε τις ευκαιρίες που αναλογούσαν στο μέγεθος του ταλέντου του, για να πατήσει στην κορυφή, μεγαλώνοντας το θρύλο του στη συγκεκριμένη διοργάνωση.
Στεγόσαυρος take: Δύσκολο να πεις κάτι για τον Λιθουανό γίγαντα που δεν έχει ειπωθεί ήδη. Ας αναφέρουμε τουλάχιστον ότι μόνο αυτός από τους παίχτες της λίστας υπήρξε σημείο αναφοράς στην Ευρωλίγκα σε τρεις (!) διαφορετικές δεκαετίες. Η πρώτη και η τελευταία του συμμετοχή απέχουν 19 ολόκληρα χρόνια μεταξύ τους – 1985-2004, φυσικά και οι δυο με την φανέλα της Ζαλγκίρις. Δεν θα έπαιζε καν στην Ευρώπη στα 90s αν δεν τον είχαν φρενάρει οι τραυματισμοί, και το τρομακτικό είναι ότι ακόμα και αυτός ο οδοστρωτήρας που οδήγησε την βασίλισσα στον 8ο τίτλο της στην Σαραγόσα το 1995 ήταν σκιά του εξωγήινου όντος που στερήθηκε τον τίτλο από την Τσιμπόνα του Ντράζεν στην Βουδαπέστη το 1986. Σε ηλικία 40 χρονών το 2004,είχε στην Ευρωλίγκα μ.ο. PIR 26 σε 28 λεπτά συμμετοχής, ενώ στην αποχαιρετιστήρια παράστασή του στην Ευρώπη, στο θρίλερ του Τελ Αβίβ, είχε 29 πόντους (4/6 τρ.), 9 ριμπάουντ και 36 PIR σε 30 λεπτά συμμετοχής. Δέος.
Juan Carlos Navarro (1.92-G-1980)
Clubs: Barcelona
Resume: 8 Final Fours, 2 τίτλοι
Η ισπανική υποψηφιότητα για τον θρόνο. Είμαι δηλωμένος φαν του La Bomba, οι περισσότεροι το γνωρίζετε άλλωστε. Το αδύνατο παιδάκι με τα δυνατά πόδια που γνωρίσαμε στα τέλη των 90s, εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο φονικά όπλα του παγκοσμίου μπάσκετ αφήνοντας το δικό του στίγμα στη κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση. Ο Ναβάρο ήταν η χρονοκάψουλα του παιχνιδιού των μεγάλων σταρ των 70s-80s που ταξίδεψε στην ιστορία και ανοίχθηκε στην εποχή μας, μεταφέροντας όλα τα στοιχεία των σκόρερ του παρελθόντος, στο μπάσκετ του μέλλοντος. Όχι μόνο συνέχισε άξια τον θρύλο του Έπι αλλά τον ξεπέρασε κιόλας καταλαμβάνοντας τη δική του θέση, στην κορυφή του λόφου και στο Πάνθεον των ηρώων της Μπαρτσελόνα.
Ο Ναβάρο υπήρξε ένας μοναδικός αρτίστας. Από αυτούς που βλέπεις καθημερινά στους δρόμους της Βαρκελώνης να προσφέρουν απλόχερα στο κοινό τις δημιουργίες τους. Μποέμης, απλός, ανθρώπινος. Ήταν επίσης η απτή απεικόνιση του πως βλέπει αυτή η πόλη τα δικά της “είδωλα”, σε αντίθεση με τα life style icons που ιντριγκάρουν το κοινό της Μαδρίτης. Το ταξίδι του στην Αμερική (μια μόλις σεζόν) ήταν απλά ένα εσωτερικό στοίχημα και η καλύτερη απόδειξη για αυτά που θα μπορούσε να κάνει εκεί (ειδικά στο σημερινό παιχνίδι στον χώρο με ελαχιστοποίηση των επαφών) αυτό το ατόφιο μπασκετικό ταλέντο. Είναι ο καλύτερος Shooting scorer που είδε η Ευρώπη αυτά τα 30 χρόνια. Το ΝΒΑ μάλιστα (όπως και στην περίπτωση του Ντανίλοβιτς) τον βοήθησε να γίνει ακόμα καλύτερος πασέρ. Το versatility στο κομμάτι της περιφερειακής του εκτέλεσης υπήρξε μοναδικό. Mετά από μια σειρά από ντρίμπλες που μοίραζαν σακούλες, pindown, catch & shoot, One-Legged Shot (έτσι Mr.Harden;), εκτέλεση επάνω σε άμυνα ή στο transition.
Προσπάθησε να ξορκίσει μια από τις μεγαλύτερες κατάρες διαχρονικά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ η οποία είχε να κάνει με την αδυναμία των Καταλανών να πατήσουν στην κορυφή της διοργάνωσης. Η bombita αποτέλεσε ένα από τα πιο efficient trademark shots στο σύγχρονο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Το προφίλ του ως ηγέτη (δεν δίσταζε να δέσει τα κορδόνια των συμπαιχτών του εάν χρειαστεί) έθεσε πολύ συγκεκριμένα standards στα αποδυτήρια των “Μπλαουγκράνα” για το πως πρέπει να λειτουργεί μια ομάδα ανθρώπων σε αυτό το επίπεδο των υψηλών απαιτήσεων και του πρωταθλητισμού, εμπνέοντας πολλά νεότερα παιδιά σχετικά με τον δρόμο που οφείλουν να ακολουθήσουν ως προσωπικότητες και αθλητές. Nough said.
Στεγόσαυρος take: Όπως γράφει και ο Τζιμ, ο Ναβάρο ήταν μια φιγούρα ρετρό σε εποχές άκρατου επαγγελματισμού και διασαλευμένων αξιών. Τοτέμ ενός από τα μεγαλύτερα brands του παγκοσμίου αθλητισμού και ένας παίχτης που έμοιαζε να ξεγελάει τους νόμους του αθλήματος και της θέσης του με βάση τα σωματικά του προσόντα. Ο Ναβάρο ήταν στην αλλαγή της πρώτης προς την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα το αναμφισβήτητο σημείο αναφοράς. Με την επιστροφή του από το ΝΒΑ, η Μπαρτσελόνα κατέκτησε μέσα σε έξι χρόνια (2008-14) μια Ευρωλίγκα σε 5 φάιναλ φορ και 4 τίτλους της σκληρότερης εγχώριας λίγκας μαζί με 2 κύπελλα. Αυτή η περίοδος συνέπεσε με το απόγειο της αρμάδας της Εθνικής Ισπανίας στις καλοκαιρινές διοργανώσεις, όπου ο Ναβάρο έδινε πάντα το παρών. Εκείνα τα χρόνια ο Ναβάρο ήταν κυριολεκτικά «ένα φάσμα που πλανιέται από την Ευρώπη» όπως θα έλεγε ο Μαρξ, η πηγή του απόλυτου τρόμου για τους αντιπάλους του.
Dejan Bodiroga (2.05-G/F-1973)
Clubs: Real Madrid, Panathinaikos, Barcelona, Roma
Resume: 4 Final Fours, 3 τίτλοι
Παίχτης-σταθμός στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο Μποντιρόγκα ουσιαστικά άλλαξε τον ορισμό της λέξης “νικητής” θέτοντας νέα standards στα χρόνια της ακμής του, όταν είχε όλη την Ευρώπη “υπό”. Στα 19 του πήγε στη Τεργέστη με τον Μπόγιαν Τάνιεβιτς να ισχυρίζεται ότι “έχω στα χέρια μου τον Ευρωπαίο Μάτζικ Τζόνσον”, κάνοντας πολλούς τότε να γελάσουν με την ατάκα του Βόσνιου μπασκετικού πυρηνικού επιστήμονα. Τα γελάκια κόπηκαν απότομα όμως όταν ο “Μπόντι” άρχιζε να ξεδιπλώνει το ταλέντο στο παρκέ. Ήταν προφανές ότι αποτελούσε unique case.
Ο Μποντιρόγκα υπήρξε η επιτομή του “ηγέτη” με την Old School έννοια του όρου. Ήταν το απόσταγμα της σοφίας του Γιουγκοσλαβικού μπάσκετ φτιαγμένο στις παιδικές χαρές και στα εργαστήρια μαζί. Όσο ξετυλιγόταν το κουβάρι της καριέρας του, η υπεροχή του ήταν τέτοια που έκανε κάθε μεγάλο αντίπαλο, Ευρωπαίο και μη, να μοιάζει με γάτα Αγκύρας που τρίβεται τρυφερά στα πόδια του.
Ίσως τα πιο σίγουρα χέρια που είδε το ευρωπαϊκό μπάσκετ στο τέλος κλειστών παιχνιδιών. Οι διαδοχικοί τελικοί που κέρδισε το 2002 σε Μπολόνια (ΕL) και Ιντιανάπολις (FIBA) αποτελούν μνημείο “Μποντιρογκοειδούς” basketball. Οι ιστορικοί και οι γλωσσολόγοι του μέλλοντος ίσως μετονομάσουν τα intangibles σε Bodirogables. Αυτό ήταν το πιο δυνατό χαρτί ενός παίχτη ο οποίος είχε αθλητικά μειονεκτήματα, ταλέντο, ασύλληπτη ταχύτητα σκέψης, ελίτ τεχνική κατάρτιση και δυνατά ένστικτα. Η μεγάλη καρδιά. Η ακολουθία ραχιαίας και σταυρωτής ντρίμπλας και το fundamentally post up-παιχνίδι του έμοιαζαν με αποκύημα άλλων εποχών παράγοντας εικόνες βγαλμένες από σκονισμένα κιτάπια των σοφών του αθλήματος. Πάτησε δύο φορές στην κορυφή της Ευρώπης με τον Παναθηναϊκό και μια τρίτη με τη Μπαρτσελόνα πληρώνοντας τα στοιχήματα όσων έλεγαν ότι ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να ξορκίσει την κατάρα. Απλά, “The Boss”…
Στεγόσαυρος take: Ο Ντέκι άργησε να πάρει μπρος στην Ευρωλίγκα. Πρωτοέπαιξε εκεί το 1997 μετά από εφτά χρόνια επαγγελματικής καριέρας και μια τετραετία κυριαρχίας στα μικρά ευρωπαϊκά κύπελλα (τρεις τελικοί Κόρατς με την Στεφανέλ και μια κατάκτηση Σαπόρτα με την Ρεάλ). Μέχρι τα late 90s οι πραγματικά χρυσές του στιγμές ήταν περισσότερο με την εθνική Γιουγκοσλαβίας παρά με τους συλλόγους του. Το 2000 στην Θεσσαλονίκη ο difference maker του δεύτερου ευρωπαϊκού του ΠΑΟ ήταν ο Ρέμπρατσα. Έπρεπε να φτάσουμε στο annus mirabilis 2002 για να καταστεί ο Μποντιρόγκα το απόλυτο αφεντικό όχι μόνο του ευρωπαϊκού αλλά και του παγκόσμιου μπάσκετ με τους δυο τίτλους σε Μπολόνια και Ιντιανάπολις. Την επόμενη χρονιά έγινε ο μοναδικός back-to-back MVP με δυο διαφορετικές ομάδες στην ιστορία. Ο Μποντιρόγκα ήταν το «απόλυτο αφεντικό» για λιγότερο καιρό από όσο έχουμε στο μυαλό μας σήμερα, αλλά για αυτούς τους 18 μήνες μεταξύ 2002-03 ήταν ένας πραγματικός ήλιος γύρω από τον οποίο περιστρέφονταν τα πάντα.
Toni Kukoc (2.09-F-1968)
Clubs: Jugoplastika, Benetton Treviso
Resume: 4 Final Fours, 3 τίτλοι
Ένα τεράστιο boom ακούστηκε στη μπασκετική Ευρώπη στα τέλη των 80s όταν μια παρέα νεαρών με έδρα το Σπλιτ, σπέρνει τον τρόμο κατακεραυνώνοντας κάθε αντίπαλο που βρίσκεται στο πέρασμα της. Ήταν η ομάδα που κατά τη γνώμη μου έπαιξε το πιο ολοκληρωμένο μπάσκετ στην ιστορία του θεσμού με ένα στυλ παιχνιδιού που ήταν και θα είναι για πάντα επίκαιρο, αποτελώντας οδηγό για το μέλλον του αθλήματος. Η πυρηνική κεφαλή της λεγόταν Τόνι Κούκοτς. Ο ψηλόλιγνος νεαρός Κροάτης ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί το ευρωπαϊκό μπάσκετ εκείνα τα χρόνια. Και δεν έμελλε μάλλον να δει ποτέ ξανά. Η τεχνική του αρτιότητα, τα άριστα fundamentals, η ευφυΐα, η αθλητικότητα, ο αλτρουισμός και οι εμπνεύσεις του στιγμάτισαν το άθλημα σκορπίζοντας φρενίτιδα στη Γηραιά ήπειρο και δημιουργώντας “σχολή”.
Υπήρξε το ίδιο απολαυστικός κινούμενος με τη μπάλα ή χωρίς αυτήν. Ο τρόπος σκάναρε το γήπεδο και έβλεπε μη ορατές για τη συντριπτική πλειοψηφία πάσες, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Όταν δε, πατούσε στην killing zone (περιοχή λίγο πριν το κέντρο της ρακέτας) ο αντίπαλος -ακόμα και εάν μιλάμε για θηρία εκ Αμερικής- απλά προσευχόταν. Το clutch performance του ήταν ασύγκριτο. Εκτελούσε με απίστευτη ακρίβεια υπό καθεστώς πίεσης, στοιχείο που τον καθιέρωσε άμεσα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όπου είχε, και εκεί, την τύχη να αποτελέσει βασικό μέλος της ομάδας που έπαιξε επίσης το πιο ολοκληρωμένο μπάσκετ στην ιστορία του ΝΒΑ (Μπουλς δευτέρου three-peat). Σας παραθέτω ένα μικρό κομμάτι που είχα γράψει παλαιότερα για αυτόν:
“Πίσω στη πιο ρομαντική “εποχή των Ιχθύων”, το να παρακολουθείς το παιχνίδι του Κούκοτς ισοδυναμούσε με τη μαγική αίσθηση που έδινε το πέρασμα του φωτός μέσα από ένα σουρεαλιστικό βιτρό ενός ευρωπαϊκού καθολικού ναού. Για όλους εμάς που ζήσαμε τον Κροάτη ταχυδακτυλουργό να εξημερώνει με ένα φλάουτο όλα τα άγρια θηρία της Ευρώπης κάνοντας τα αστέρια της rival – στη Γιουγκοσλαβική λίγκα- Παρτίζαν (Πάσπαλι, Ντανίλοβιτς και σια) να μοιάζουν με ξύλινα στρατιωτάκια, το Boston Garden της Ευρώπης (Palaverde, Treviso) να τραγουδάει «Τόνι, Τόνι Κούκοτς» σε ρυθμούς «We will rock you», ο Τόνι ήταν και θα είναι κάτι μοναδικό. Για να κατανοήσουν οι νεότεροι το μέγεθος του φαινομένου, φτάνει μια εικονική προσομοίωση του πακέτου του στη σημερινή Ευρωλίγκα. Ο Δαλματός «Ροζ Πάνθηρας» θα μπορούσε στις ημέρες μας να αποτελεί τον καλύτερο playmaker της Ευρωλίγκας καλύπτοντας τις δύο θέσεις του backcourt. Ή μάλλον όχι.. Θα ήταν σίγουρα ένας ελίτ σουτέρ μέσα από το σύστημα εκτελώντας με απίστευτη ακρίβεια κατά την έξοδο του από τα σκριν. Ξέρετε κανέναν καλύτερο για παίξει τον ρόλο του Stretch-4 σήμερα; ;H μήπως θα ήταν ο καλύτερος mobile ψηλός της Ευρώπης κλειδώνοντας κάθε φιλόδοξο γκαρντ-διεμβολιστή στις «αλλαγές» στη περιφέρεια και σκεπάζοντας το καλάθι της ομάδας του; Θα ήταν αυτός που θα κέρδιζε τον διαγωνισμό τριπόντων και καρφωμάτων παράλληλα..; Και θα ήταν clutch όσο ο Σπανούλης και ο Γιούλ μαζί. Όλα αυτά είναι «Κούκοτς». Μη τα αγγίζετε”…
Aυτά.
Στεγόσαυρος take: Ο Τόνι αποχαιρέτησε την Ευρώπη νωρίτερα από κάθε άλλο παίχτη σε αυτήν την λίστα, το 1993, αφήνοντας πίσω του μια πενταετία κατά την οποία πήρε 3 κύπελλα πρωταθλητριών, έπαιξε σε τέσσερα φάιναλ φορ, και κατέκτησε 5 πρωταθλήματα και τρία νταμπλ στα δυο δυσκολότερα πρωταθλήματα της εποχής (ενωμένο γιουγκοσλαβικό και ιταλικό). Μεγαλουργώντας στις δυο ακτές της Αδριατικής, ο Κούκοτς άλλαξε εκτός παρκέ τις ισορροπίες με τον ίδιο τρόπο που τις άλλαζε εντός. Άφησε τελευταίος την Γιουγκοσλαβία από τους άλλους συνοδοιπόρους της γενιάς του (Ράτζα, Ντίβατς), κρατώντας τον εγχώριο και ευρωπαϊκό τίτλο στο Σπλιτ το 1991 όταν τα «κοράκια» (Παρτιζάν, Μπαρτσελόνα) κύκλωναν απειλητικά. Η μεταγραφή του στην Μπενετόν καθιέρωσε μια νέα ευρωπαϊκή δύναμη για την επόμενη 15ετία στο Τρεβίζο. Ήταν τέτοια η αίσθηση ανωτερότητας που έβγαζε που ξεχνάμε ότι πολλά από τα κατορθώματά του (οι ευρωπαϊκοί τίτλοι του 1990 και 1991, το ιταλικό πρωτάθλημα το 1992, η νίκη επί του ΠΑΟΚ το 1993) έλαβαν χώρα από την θέση του αουτσάιντερ, καθιστώντας τα φυσικά ακόμα πιο μυθικά.
Sarunas Jasikevicius (1.93-PG-1976)
Clubs: Union Olimpija, Barcelona, Maccabi, Panathnaikos, Lietuvos Ritas, Fenerbahce, Zalgiris
Resume: 6 Final Fours, 4 τίτλοι
Όπως σας έχω πει, παλαιότερα δεν μου άρεσε ιδιαίτερα αυτό το Jonathan Rhys Meyers-στυλάκι που έφερε ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, ίσως γιατί ο τύπος ήταν πραγματικά πολύ καλός. Τόσο καλός που ουσιαστικά έκανε πλάκα σε κάθε αντίπαλο γκρεμίζοντας τον μύθο της υπεροχής των “πλάβι” στη μεγάλη σκηνή. Φυσικά πολλές φορές τα “μίση” εξελίσσονται σε έρωτες και ο Σάρας είναι ένας τέτοιος, νομίζω για τον οποιονδήποτε οπαδό του αθλήματος σήμερα. Πρόκειται για τον πολυνίκη της λίστας αυτής καθώς έχει πατήσει στο Έβερεστ της διοργάνωσης τέσσερις φορές όντα; ο μοναδικός που έχει τρεις κατακτήσεις με τρεις διαφορετικές ομάδες.
Ο Γιασικεβίτσιους είναι απλά ένας μύθος. Ο Πιανίστας. Κάθε φορά που τον παρακολουθούσα στο παρκέ μου έδινε την αίσθηση ότι παίζει μια σαγηνευτική μελωδία με την οποία μαγεύει τους πάντες, στέλνοντας συμπαίχτες, αντιπάλους και τη μπάλα στο σημείο που αυτός θέλει. Από το παιχνίδι του αναδυόταν η αίσθηση μυστικισμού που κρύβεται βαθιά στα πράσινα δάση της Βαλτικής, γαρνιρισμένη με την υπεροχή της αθλητικής αμερικανικής παιδείας. Ο μοναδικός γκαρντ της νεότερης εποχής που έφερε “αύρα-Ντράζεν Πέτροβιτς”. Ο “Μότσαρτ” είχε τον μαγικό αυλό, ο Σάρας το δικό του πιάνο. Ίσως ο καλύτερος PnR δημιουργός που είδε ιστορικά η διοργάνωση. Ευφυής, τρομερά skilled με ελίτ τεχνική πάσας, court vision και χέρι-αλφάδι στα δύσκολα.
Ήταν ο frontman της υπερηχητικής μπάντας της Μακάμπι που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμα της στις αρχές του αιώνα, καταφέρνοντας να τρέξει με μαεστρία ένα πολύ ταλαντούχο σύνολο (αυτές οι πάσες μετά από back screens για τον Πάρκερ) εντός ενός fast pace-περιβάλλοντος παίρνοντας το μάξιμουμ σε όρους ομαδικού performance. Winner. Έχω την αίσθηση πως είναι η δεύτερη συμφωνία αθλητή με τον Εωσφόρο μιας και ο Σάρας (ακόμα και σαν προπονητής) φαίνεται να κουβαλάει κάποιο τάλισμαν που τον οδηγεί μονίμως στην επιτυχία, με ό,τι και εάν καταπιάνεται. Η ιστορία θα δείξει τι πρέπει να δώσει πίσω για αυτό…
Στεγόσαυρος take: Αν η Ευρωλίγκα αποφάσιζε το 2010 να φτιάξει ένα λόγκο στα πρότυπα του ΝΒΑ, τότε ο δικός της «Τζέρι Γουέστ» θα ήταν σίγουρα ο Γιασικεβίτσιους. Στην πρώτη δεκαετία της διοργάνωσης ο Λιθουανός κατέκτησε τον τίτλο 4 φορές – περισσότερους από κάθε άλλο παίχτη αυτήν την περίοδο. Διαλύοντας τον μύθο ότι το αλέγκρο μπάσκετ της Βαλτικής δεν χωράει σε σλάβικα καλούπια, ο Γιασικεβίτσιους υπηρέτησε πιστά στριφνές φιγούρες όπως ο Πέσιτς και ο Ζοτς. Ήταν όμως στην Μακάμπι του Γκέρσον όπου ο Γιασικεβίτσιους ζωγράφισε καμβάδες ανείπωτης ομορφιάς, σε εκείνη την μαγική εποχή των mid-00s όπου ευρωπαϊκές ομάδες κέρδιζαν τις Team USA τα καλοκαίρια και τους χειμώνες μπορούσαμε στα σοβαρά να ισχυριζόμαστε ότι,αν όχι το καλύτερο τότε σίγουρα, το ομορφότερο μπάσκετ παίζεται στα παρκέ της Ευρώπης και όχι του ΝΒΑ. Ο Λιθουανός ήταν το πρόσωπο αυτής της επανάστασης: από το καλοκαίρι του 2003 μέχρι την άνοιξη του 2005, καθοδήγησε την εθνική Λιθουανίας και την Μακάμπι – δυο ομάδες που με μαγικό τρόπο συμπλήρωσαν και μεγιστοποίησαν τα χαρίσματα του Σάρας – σε συναρπαστικές παραστάσεις, κερδίζοντας δυο Ευρωλίγκες και ένα Ευρωμπάσκετ.
Vasilis Spanoulis (1.92-G-1982)
Clubs: Panathinaikos, OSFP
Resume: 5 Final Fours, 3 τίτλοι
Είναι η περίπτωση του αθλητή που θα μελετηθεί στο μέλλον όχι μόνο από τους ιστορικούς του παιχνιδιού (αυτό είναι δεδομένο) αλλά και από τους επιστήμονες αναφορικά με τα ανθρώπινα όρια στη μάχη με τον χρόνο. Μέχρι τότε, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του κοινού θα συνεχίσει να πιστεύει στην εξωγήινη φύση αυτού που στα 38 του -και μετά από αυτόν τον τραυματισμό- συνεχίζει και επιστρέφει κάθε φορά.
“Επιστροφή” λοιπόν… Η λέξη-κλειδί για να χαρακτηρίσει κάποιος τον τελευταίο βασιλιά του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Φτιάξτε λίγο την (άκρως συνηθισμένη) εικόνα στο μυαλό σας. Το Νο7 δεν έχει ξεκινήσει καλά το ματς και αποσύρεται στον πάγκο. Βάζει μπλούζα, κάθεται σκυφτός, συχνά δεν παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο παρκέ λες και ήδη γνωρίζει ως άλλος στάρετς με κάποιο πνευματικό fast forward τι θα συμβεί τα επόμενα λεπτά. Τα μάτια του είναι μισόκλειστα και ο ίδιος μοιάζει να έχει πέσει σε κάποιο είδος νιρβάνας πηγαίνοντας πνευματικά βαθιά (αυτοσυγκέντρωση-σαμουράι) για να προετοιμάσει αυτό που έρχεται. Εκεί εντοπίζεται μια ειδοποιός διαφορά του Σπανούλη από τους υπόλοιπους σπουδαίους αυτού του πλανήτη. Ο τύπος μπορεί να επιστρέφει από τα έγκατα της κολάσεως ακόμα και σε βραδιές που έχει σχηματιστεί γύρω του το χειρότερο δυνατό κάρμα και η μπάλα από την αρχή απλά του λέει αυστηρά “όχι σήμερα”. Βραδιές που έχουν όλοι οι αθλητές. Υπάρχουν όμως κάποιοι (οι περισσότεροι) που μένουν μέσα στη τρύπα και υπάρχει και ο Σπανούλης.
Το έπος του ημιτελικού του 2015 απέναντι στη ΤΣΣΚΑ όπου (σε μια αναμέτρηση που είναι προφανές ότι τακτικά ο αντίπαλος την ελέγχει) βάζει το πρώτο στα μέσα της τέταρτης περιόδου σκορπώντας νεκρική σιγή στις τάξεις της “αρκούδας”, συνεχίζει μιλώντας με τον Ύψιστο και αφού τελειώνει τη δουλειά χύνεται στην αγκαλιά των παιδιών του, είναι μια από τις πιο δυνατές παραστάσεις-εικόνες που προσωπικά έχω δει σε αυτό το επίπεδο.
Ο Σπανούλης είναι η επιτομή του ηγέτη. Διαθέτει ίσως το πιο κοφτερό ξίφος στο τελευταίο λεπτό ενός κλειστού ματς όπου μοιάζει να παίζει με πειραγμένα ζάρια. Η μετακίνηση του από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό ουσιαστικά άλλαξε το ρου της ιστορίας του αθλήματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο ίδιος χρειάστηκε να μετακινήσει πολλές φορές βράχους στην καριέρα του. Το έκανε μεθοδικά, με πολύ υπομονή και πίστη. Κυρίως όμως, με τόνους αποφασιστικότητας.
Σήμερα (ο μοναδικός εν ενεργεία της λίστας αυτής), όπου συνεχίζει να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κοιτάζοντας πίσω σε αυτή τη τεράστια καριέρα μου έρχεται στο μυαλό η ατάκα του Ντούσαν Ίβκοβιτς: “Από τους παίχτες που είχα στην καριέρα, κανείς άλλος δεν είχε την αποφασιστικότητα του Σπανούλη”…
Στεγόσαυρος take: Ως ο τελευταίος χρονολογικά παίχτης αυτής της λίστας, ο Σπανούλης είναι ένα απόσταγμα των χαρακτηριστικών όλων των υπολοίπων. Ο λιγότερο προικισμένος σωματικά μαζί με τον Ναβάρο, έχτισε τον μύθο του από το εφαλτήριο του αουτσάιντερ όπως συχνά έκανε ο Κούκοτς, φροντίζοντας πάντα να αφήνει χαραμάδα ελπίδας για να σε νικήσει μετά βασανιστικά όπως ο Μποντιρόγκα ή ο Ντανίλοβιτς. Μόνος ο Σπανούλης σε αυτήν την λίστα όμως έχει ένα χαρακτηριστικό: την contrarian επιλογή καριέρας, αφήνοντας πίσω του μια δυναστεία για να φτιάξει το δικό του βασίλειο με τους δικούς του όρους. Από το Σπλιτ στο Τρεβίζο, από την Ζαλγκίρις στην Ρεάλ, από την Παρτιζάν στην Βίρτους, από τον Ηρακλή στον ΠΑΟ, όλοι οι αστέρες της λίστας ακολούθησαν λίγο-πολύ μια γραμμική πορεία ανέλιξης όπως άλλωστε πρόσταζε το ταλέντο και τα προσόντα τους. Ο Σπανούλης πήγε κυριολεκτικά κόντρα στο ρεύμα, δημιουργώντας την πιο γοητευτική ιστορία στην δεύτερη δεκαετία ύπαρξης της μοντέρνας Ευρωλίγκας.
Dimitris Diamantidis (1.96-G-1980)
Clubs: Panathinaikos
Resume: 5 Final Fours, 3 τίτλοι
Ο παίχτης που με την παρουσία του επαναδιατύπωσε τις “γραφές” του ευρωπαϊκού μπάσκετ αλλάζοντας πλήρως το μοντέλο που μέχρι τότε υποστήριζε η ορθόδοξη σκέψη για το άθλημα το οποίου πέρασε σταδιακά από την εποχή των πυραυλοκίνητων scoring-PGs (Nτέιβιντ Ρίβερς, Τάιους Έντνι) σε αυτό του περιφερειακού ο οποίος μπορεί να ελέγξει το παιχνίδι με πλήθος διαφορετικών τρόπων. Τα λόγια είναι λίγα για τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Το αρτιότερο και πιο αρμονικά κατασκευασμένο εργοστασιακό προϊόν της ελληνικής μπασκετικής βιομηχανίας επάνω στο οποίο ο Παναθηναϊκός του Ομπράντοβιτς οικοδόμησε την κυριαρχία του στην Ευρώπη, κηρύσσοντας το νέο δόγμα νίκης που βασιζόταν στον συνδυασμό PnR Offense-Hard nose defense.
Ο Διαμαντίδης υπήρξε ο πιο ολοκληρωμένος γκαρντ που είδε ιστορικά η διοργάνωση. Οι επιδόσεις του στα μετόπισθεν δημιούργησαν ιστορίες τρόμου που συζητούσε καθημερινά ο κόσμος στις γειτονιές της Ευρώπης. Γράφαμε σε παλαιότερο κείμενο της σελίδας μας:
“Κανείς δεν σκόραρε επάνω του. Οι αμυντικές του επιδόσεις και ιδιαίτερα αυτές επάνω από το καλάθι πήραν για ένα μεγάλο διάστημα τη μορφή θρύλου, σαν τις χειμωνιάτικες ιστορίες που διηγούνται γύρω από το τζάκι οι γιαγιάδες στα χωριά της Ρωσίας και των Βαλκανίων στα φοβισμένα εγγόνια τους και περνούν από γενιά σε γενιά. Ήταν κάποτε ένα “τέρας” που με τα πλοκάμια του έπνιγε πεντάδες ανθρώπων… Τα chasedown blocks του ήταν το κερασάκι στη τούρτα. Το στοιχείο που σκορπούσε …θάνατο ανά την Ευρώπη. Πόσες φορές δεν έχουμε γίνει μάρτυρες της σκηνής ενός αντιπάλου να κλέβει τη μπάλα φεύγοντας σφαιράτος στο καλάθι και κάπου στη μέση του δρόμου να συνειδητοποιεί ότι στο κατώφλι του βρίσκεται ο Διαμαντίδης.. Η ψυχοσύνθεση του επιτιθέμενου εκείνη τη στιγμή χρίζει διατριβής. Είναι σαν να βλέπεις τον Μαύρο καβαλάρη να σε κυνηγά γνωρίζοντας το τέλος σου. Είναι μια σκηνή από τον κύκλο της ζωής στην Αφρικανική σαβάνα όπου το λιοντάρι κυνηγά το φοβισμένο ελάφι.. Κεφάλια κολλούσαν στο ..ταμπλό, μπάλες έφευγαν στις κερκίδες, ηθικά και εγωισμοί έφταναν στο πάτωμα. Ο Διαμαντίδης ήταν απλά παντού. Ένα είδος τιμωρίας για τους αμαρτωλούς απέναντι στις 10 εντολές της πράσινης άμυνας”.
Δεν μπορώ να το εκφράσω καλύτερα. Φυσικά ο Διαμαντίδης (ο καλύτερος αμυντικός που είδε ιστορικά η EL) δεν ήταν ελίτ μόνο στα μετόπισθεν. Επάνω στο decision-making του βασίστηκε η τρομερά efficient επίθεση των πρασίνων επί Ζοτς. Σταδιακά βελτίωσε αρκετά την περιφερειακή του εκτέλεση και εξελίχθηκε σε έναν από τους αποτελεσματικότερους PnR παίχτες που γνώρισε το άθλημα. Για αρκετά χρόνια, ο Διαμαντίδης ήταν ο καλύτερος παίχτης μισού γηπέδου στην Ευρώπη (hands down) ενώ η ικανότητα του να εκτελεί χειρουργικά κάθε δράση στο τέλος κλειστών ματς πήρε διαστάσεις θρύλου, όντας ένας από τους βασικούς λόγους που καλλιεργήθηκε στην Ευρώπη η άποψη για την υπεροχή των Ελλήνων υπό καθεστώς πίεσης λόγω του ότι μπορούν να παίζουν με χαμηλούς παλμούς όταν οι άλλοι χτυπούν 200αρια (σκεφτείτε τι άλλο μπορεί να έχει ειπωθεί μόνο)… Πάνω από όλα, ο Διαμαντίδης κατάφερε να εκτοπίσει από την κορυφή της ιεραρχίας των προπονητών το παλαιάς κοπής μοντέλο του ηγέτη-σκόρερ που ως επί το πλείστον επικρατούσε μέχρι τότε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, “επιβάλλοντας” αυτό του παίχτη που κάνει τους γύρω του να φαίνονται πολύ καλύτεροι από ότι πραγματικά είναι. That’s all folks…
Στεγόσαυρος take: Είχαμε ξανακάνει την συζήτηση για τους παίχτες της δεκαετίας: κάποιοι παίχτες στάθηκαν σε υψηλό επίπεδο για αρκετά χρόνια, άλλοι κυριάρχησαν για κάποιες συγκεκριμένες περιόδους. Ο Διαμαντίδης εμπίπτει και στις δυο κατηγορίες οπωσδήποτε, στην περίπτωσή του όμως ταιριάζει κυρίως ο χαρακτήρας του παίχτη που έφτασε στο peak του μια συγκεκριμένη χρονιά. Το 2011, σε ηλικία 31 ετών, πιο μεστός και ώριμος από ποτέ, ο Διαμαντίδης κυριάρχησε καθολικά, κατακτώντας τα πάντα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο στην Ευρωλίγκα, διανύοντας ίσως την single most dominant individual season παίχτη στην Ευρώπη τα τελευταία 20 χρόνια. Προσωπικά είμαι σε δίλημμα αν προτιμώ εκείνον τον dominant Διαμαντίδη ή τον Διαμαντίδη των 00s, ιδιαίτερα πριν τον τραυματισμό του 2009, όπου μυαλό και αθλητικά προσόντα παντρεύονταν σε ένα εκρηκτικό μείγμα που άνοιγε το παρκέ σε απίστευτα πλάτη και έκρυβε τον ήλιο από τους αντιπάλους.
Η απονομή
Hoopfellas take: Για να είμαι ειλικρινής, έχω δουλέψει πολλές φορές αυτό το ερώτημα στο μυαλό μου βάζοντας συνεχώς νέα δεδομένα στο τραπέζι για την δική μου, εσωτερική επίλυση αυτής της δύσκολης εξίσωσης. To άθλημα προχωράει όμως το ταλέντο, οι δεξιότητες, θα αποτελούν πάντα τον ακρογωνιαίο λίθο του. Όλοι οι παραπάνω παίχτες-μύθοι της Ευρωλίγκας πιστεύω ότι θα ήταν σε θέση να επιβάλλον τον νόμο τους σε διαφορετικές εποχές και αγωνιστικές πλατφόρμες, στα χρόνια μπροστά ή πίσω από αυτούς, γιατί απλούστατα ήταν κάτι το ιδιαίτερο, όχι μόνο αγωνιστικά. Σε τέτοια ερωτήματα όπως αυτό που θέτουμε σήμερα, προσπαθώ να λειτουργώ με τη μεγαλύτερη δυνατή δόση ορθολογισμού και κυνισμού στη τελική απόφαση παρά τον υποκειμενικό τους χαρακτήρα.
Στο φτωχό μου το μυαλό λοιπόν, ο Τόνι Κούκοτς είναι ο καλύτερος παίχτης που έχει δει ποτέ αυτός ο θεσμός, με βάση τα επιτεύγματα και το performance του σε αυτόν. Ο Κροάτης είναι το πλήρες πακέτο, ό,τι πιο κοντινό στο απόλυτο. Συνδυάζει όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα των υπολοίπων “θρύλων” σε πολύ υψηλό βαθμό όντας παράλληλα αυτός που προσωπικά έχω “χαζέψει” περισσότερο στο παρκέ λόγω της αρμονίας που χαρακτήριζε το δικό του παιχνίδι-“ακολουθία Φιμπονάτσι”. Η δε εικονική προσομοίωση των ικανοτήτων του και η εκτίμηση της επίδρασης του, με τόσους διαφορετικούς τρόπους, στο σύγχρονο αγωνιστικό περιβάλλον είναι ενδεικτική του φαινομένου ενός αθλητή που ήταν μια μηχανή-νικών. Ο Κούκοτς υπήρξε ο απόλυτος “γρίφος” των τελευταίων τριάντα ετών για τη διοργάνωση. Τον έλυσε κάποτε -για μια μόνο βραδιά- ο ο ίδιος του ο δημιουργός, στον τελικό του F4 της Αθήνας. Mε τον Σαμπόνις να μην έχει κεφαλαιοποιήσει όπως θα έπρεπε (με βάση πάντα τις τρομερές του δυνατότητες και την ποιότητα που κουβαλούσε) σε επίπεδο διακρίσεων το ταλέντο του κυρίως λόγω αρνητικής συγκυρίας (εάν είχε μεταβεί νωρίτερα στη Μαδρίτη ίσως η ιστορία να είχε γραφτεί διαφορετικά) θα δώσω το Νο2 χωρίς πολύ σκέψη στον Μποντίρογκα. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που μπορώ να κάνω στον Τόνι Κούκοτς…
Stegosavros take: Δύσκολο να διαλέξεις ποιο αστέρι λάμπει περισσότερο όταν όλα σε τυφλώνουν, αλλά θα ψηφίσω Μποντιρόγκα γιατί η αλυσίδα των κατορθωμάτων του το 2002-03 – από την Μπολόνια στην Ιντιανάπολις και από εκεί στην Βαρκελώνη – είναι ο ορισμός του winning basketball, και νομίζω ότι σε τελική ανάλυση αυτό επιβραβεύει η λίστα και όχι το αντικειμενικό μπασκετικό μέγεθος (Κούκοτς και Σαμπόνις ήταν σίγουρα μεγαλύτερα τέτοια μεγέθη από τον Μποντιρόγκα).
Αξίζει να θυμηθούμε ότι στην αλλαγή του αιώνα, με το μπάσκετ στην εποχή των 24 δευτερολέπτων, οι εξελίξεις έδειχναν να τρέχουν γρηγορότερα από τον Ντέκι. Στον τελικό της Σουπρολίγκα το 2001 η τουρμποκίνητη Μακάμπι πέρασε πάνω από τον σαστισμένο ΠΑΟ. Στο Ευρωμπάσκετ του 2001ο Μποντιρόγκα ξαφνικά βρέθηκε αναπληρωματικός σε μια εθνική Γιουγκοσλαβίας χωρίς «κουμπάρους» στον πάγκο και με τα φανταχτερά «ελληνόπουλα» νέας τεχνολογίας (Στογιάκοβιτς, Γιάριτς) στο παρκέ. Στην Μπολόνια αντίπαλοί του ήταν η νέα φουρνιά highflyers των ευρωπαϊκών παρκέ: Μανού, Μπετσίροβιτς κλπ. Στο νέο millennium, ο Μποντιρόγκα έμοιαζα ξαφνικά σαν απομεινάρι μιας εποχής που έφευγε.
Και όμως, εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο Μποντιρόγκα οικοδόμησε την δική του κυριαρχία. Όλοι οι άλλοι παίχτες αυτής της λίστας έζησαν τις καλύτερες στιγμές τους όταν ήταν of their time: όλοι τους έθεσαν τάσεις οπωσδήποτε, όλοι τους όμως λειτουργούσαν και σε συνεχή και γόνιμη διάδραση με το περιβάλλον που τους έθρεφε. Μόνο ο Μποντιρόγκα επικράτησε όχι μαζί αλλά ενάντια στην εποχή που φαινόταν να ανατέλλει. Αυτή ακριβώς την διετία 2002-03 νομίζω είδαμε την μοναδική – παροδική σίγουρα, αλλά πάντως υπαρκτή – στιγμή όπου ένας παίχτης που δεν έπαιζε στο ΝΒΑ είχε legitimate claim ότι είναι ο καλύτερος στον κόσμο. Το απέδειξε άλλωστε και στο Μουντομπάσκετ ότι και τους Αμερικάνους «τους είχε».
Νομίζω ότι τελικά ο λόγος που διαλέγω τον Μποντιρόγκαείναι γιατί λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ διαφορετικών εποχών και βασικών αρχών του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Πριν γράψω κοίταζα χάιλαϊτ του Ντόντσιτς, και σκέφτομαι ότι τελικά ίσως ο Μποντιρόγκα του 2002 δεν ήταν μια τελευταία αναλαμπή του παρελθόντος, αλλά ένα «παράθυρο» στο μπάσκετ της τρίτης δεκαετίας του νέου αιώνα.
Υ.Γ: Αυτό το vertical…
Υ.Γ1: Στα τελευταία 10 ματς της σεζόν o Daniel Theis είχε: 13.9 PTS (62.8% FG-37.5% 3PT-89.3% FT) 8.1 REB, 1.8 AST, 1.0 BLK.
Τι λέτε, καλός;