Σε ένα καλοκαίρι όπου το επίπεδο του αγωνιστικού εξοπλισμού αλλά και συνολικά του ανταγωνισμού στην Ευρωλίγκα ανεβαίνει σε πρωτόγνωρα ύψη, οι δύο “αιώνιοι” με οδηγό τα λάθη της περυσινής σεζόν στελέχωσαν τις ομάδες τους, προσπαθώντας να μείνουν στον “αφρό”. Ήταν ένα καλοκαίρι αλλαγών, επαναπροσδιορισμού καταστάσεων και ρεαλισμού. Το Hoopfellas αξιολογεί τις κινήσεις και την μορφή των rosters του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, κάνοντας τις πρώτες εκτιμήσεις για τα όσα μας περιμένουν τους επόμενους μήνες…
Trailer: BasketHead
Φτάσαμε δέκα περίπου ημέρες πριν την έναρξη της σεζόν για την Ευρωλίγκα. Ήταν ένα αναμφίβολα πολύ ενδιαφέρον καλοκαίρι το οποίο μας προϊδεάζει για έναν “άγριο” χειμώνα. Πολλά clubs της Ευρωλίγκας επένδυσαν αρκετά χρήματα και γνώση ώστε να παρουσιάσουν ένα βελτιωμένο αγωνιστικό προφίλ σε μια διοργάνωση η οποία φαίνεται ότι θα είναι όσο ποτέ άλλοτε ανταγωνιστική. Η ελληνική εκπροσώπηση έριξε μια καλή ματιά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να αναβαθμίσει την εικόνα της με οδηγό τα λάθη της περυσινής σεζόν. Λίγες ημέρες πριν το πρώτο βήμα μιας μακράς διαδρομής, ένα είναι το μόνο σίγουρο για την περίπτωση τους. Και οι δύο, οφείλουν να παρουσιάσουν κάτι πολύ καλύτερο από πέρυσι για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.
Πάμε να αξιολογήσουμε αναλυτικά τα δεδομένα στο παρκέ του Hoopfellas…
O Παναθηναϊκός
Η αδυναμία επιστροφής του Ρικ Πιτίνο στον πάγκο της πρασίνων στιγμάτισε το φετινό καλοκαίρι του Παναθηναϊκού ο οποίος το κουμπί του restart με την πρόσληψη του Αργύρη Πεδουλάκη στο τιμόνι της ομάδας και την επαναξιολόγηση πολλών καταστάσεων που έπληξαν το περυσινό σύνολο. Το «τριφύλλι» κινήθηκε επάνω σε δύο βασικούς άξονες στην off season, στοχεύοντας (πρώτον) να φρεσκάρει την ομάδα με πιο νέα παιδιά (ιδίως στη γραμμή ψηλών) ψάχνοντας πάλι το χαμένο αίσθημα της «πείνας» και (δεύτερον) αποσυμπιέζοντας τον Νικ Καλάθη στο backcourt, με την προσθήκη μονάδων που δυνητικά μπορούν να προσφέρουν το πακέτο του “scoring & playmaking”, διατηρώντας τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της ομάδας στις στιγμές που ο ηγέτης της δεν θα βρίσκεται στο παρκέ.
O Jimmer Fredette και η αναγκαιότητα ύπαρξης μιας Off-ball Screen επίθεσης
Η υπογραφή του Jimmer Fredette από τον Παναθηναϊκό ήταν μια από τις εμπορικότερες κινήσεις που έγιναν φέτος στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, σε ένα καλοκαίρι όπου η αλλαγή των κανονισμών στη Κίνα γέννησε μια νέα πραγματικότητα, με τον ερχομό πολλών καλών Αμερικανών παιχτών στην Ευρώπη. Ας αφήσουμε όμως τους προλόγους για να πάμε στην ουσία…
Ο 30χρονος Αμερικανός είναι μεν ένας σπουδαίος σουτέρ αλλά πρωτίστως (ως “αγορά”) συνιστά μια πολύ εμπορική κίνηση καθώς όλο το hype που τον συνοδεύει κατά τη διάρκεια της καριέρας του μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί πολυεπίπεδα από τον οργανισμό που τον φιλοξενεί. Έχουμε κατ’επανάληψη τονίσει ότι ο όρος «εμπορικότητα» είναι μέρος του παιχνιδιού και σαφέστατα λαμβάνεται υπόψη στον μεταγραφικό σχεδιασμό μιας ομάδας. Δεν είναι «πρόβλημα», το αντίθετο. Εξελίσσεται σε τέτοιο όμως όταν στον σχεδιασμό ιεραρχικά τοποθετείται επάνω από τη σημασία του fit σε αγωνιστικό επίπεδο. Ο Παναθηναϊκός άλλωστε έχει βιώσει αυτή την πραγματικότητα στο πρόσφατο παρελθόν…
Με τον Fredette οι πράσινοι ευελπιστούν ότι θ συνδυάσουν την επιτυχία και στα δύο επίπεδα. Πρόκειται για έναν αθλητή ο οποίος κατά τη γνώμη μου έπρεπε να είχε ανοίξει την πόρτα της Ευρώπης μερικά χρόνια πριν. Θα ήταν καλύτερος παίχτης σήμερα, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Με την προσθήκη του ο Παναθηναϊκός δείχνει ότι κατανόησε το περυσινό λάθος αναφορικά με το προφίλ του γκαρντ που θα παίξει δίπλα στον Καλάθη. Σε ποιο βαθμό (το έκανε αυτό), θα προσπαθήσουμε να το αξιολογήσουμε παρακάτω.
Πάμε να παραθέσουμε μερικές από τις σκέψεις μας για την περίπτωση του…
-H παρουσία του Fredette στο παρκέ μπορεί από μόνη της να αναβαθμίσει το efficiency της transition επίθεσης των πρασίνων. Ο τρόπος που διατηρεί την λεγόμενη οπτική επαφή (eye contact) με τον ball handler στο ξεκίνημα της, διασχίζοντας με full sprint το γήπεδο και πάντα έτοιμος να αποδεχθεί τη μπάλα, στήνοντας τα πόδια του για να εκτελέσει, είναι απλά υποδειγματικός. Τα πάντα στο σύγχρονο μπάσκετ είναι «χώρος» και «χρόνος». Ειδικά σε μια ομάδα η οποία θέλει να βασίσει ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγικότητας της φέτος σε πρωτεύον και δευτερεύον αιφνιδιασμό,, έχοντας ψηλούς που μπορούν να τρέξουν τον κεντρικό διάδρομο (Wiley), ο Αμερικανός sharpshooter είναι σημαντικός.
-Η ικανότητα στην πάσα είναι «εκεί». Έχει το court vision και above average τεχνική πάσας. Οφείλει σίγουρα να καλλιεργήσει περισσότερο αυτό του το χαρακτηριστικό στο αγωνιστικό περιβάλλον των πρασίνων (θα παίξει ρόλο και το τεχνικό επιτελείο εδώ) εάν θέλει να είναι πιο αποτελεσματικός, βάζοντας μεγαλύτερη πίεση στην άμυνα. Το aggressiveness του Fredette θα “γεννήσει” ανάλογη επιθετικότητα και στη φύση των αμυνών απέναντι του η οποία μπορεί να παράγει (μετά από σωστή πάσα) τα τόσο σημαντικά πλέον fast breaks μισού γηπέδου (ιδιαίτερα στην πλευρά), κομμάτι στο οποίο πρέπει να δουλέψει σε βάθος ο φετινός Παναθηναϊκός βελτιώνοντας σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο τη συμπεριφορά του στο τρίπτυχο read-slashing-passing (υπάρχουν υπό κατασκευή όμως τέτοιες δεξιότητες σε παίχτες του φετινού ρόστερ) σε καταστάσεις άμεσης εκτέλεσης με παίχτη παραπάνω. Oι πραγματικά σπουδαίες ομάδες της EL εκτελούν τέτοιες δράσεις σχεδόν στην εντέλεια. Είναι οι ίδιες ομάδες που βλέπουμε στα F4 τα τελευταία χρόνια…
-Ένα καινούργιο δεδομένο το οποίο οφείλει ο Αμερικανός να αποκωδικοποιήσει είναι η φύση των αμυνών στην Ευρώπη και δη στο μισό γήπεδο. Δεν έχει συναντήσει κάτι τέτοιο στο παρελθόν (ούτε στην Αμερική, ούτε φυσικά στην Κίνα). Η σωστή αποκωδικοποίηση ταυτίζεται με το να μάθει τι μπορεί να κάνει και τι όχι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Δεν είναι ο σκόρερ που τελειώνει το ίδιο αποτελεσματικά μετά από επαφή. Δεν είναι σπουδαίος αθλητής. Τα hard close outs μιας ευρωπαϊκής άμυνας μπορούν να τον βγάλουν «εκτός» των scoring lines του, εξ ου και η σημασία του να βάλει τη πάσα πιο βαθιά στο ρεπερτόριο του.
-Το κομμάτι της άμυνας αποτελεί διαχρονικά ένα μείον που κουβαλάει σε ολόκληρη τη καριέρα του. Ο στόχος των πρασίνων θα είναι να μη σταθεί αυτό η αιτία να μειωθούν τα λεπτά συμμετοχής του στο παρκέ. Είναι κάτι διαχειρίσιμο μέσα από την ομαδική δουλειά και τη συμπεριφορά της ομαδικής άμυνας. Οι επιθέσεις (χαρακτηριστικός ο τρόπος που αναπτυσσόταν η Μακάμπι στο 2ο «Παύλος Γιαννακόπουλος») θα τον σημαδεύσουν με τους ball handlers που θα τον αναμείξουν σε PnR δράσεις ή με cuts επάνω του μακριά από τη μπάλα, κομμάτια στα οποία είναι αδύναμος.
– Το πιο κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται από την επιλογή του Fredette αφορά το πόσο η παρουσία του μπορεί να αναβαθμίσει την επίθεση των πρασίνων στο μισό γήπεδο. Προσοχή, όχι το κατά πόσο μπορεί ο ίδιος ο παίχτης να παράγει. Δεν υπάρχει αμφιβολία νομίζω περί τούτου. Το υψηλό επίπεδο αντίληψης του, τα ανεπτυγμένα scoring instincts και το υποδειγματικό shooting flow που διαθέτει (χωρίς να βλέπει γραμμές/αποστάσεις στο παρκέ, γεγονός που σε συνδυασμό με την γρήγορη απελευθέρωση τον κάνει πιο απρόβλεπτο) αποτελούν εγγυήσεις για την ικανότητα να συνδεθεί με το καλάθι. Μπορεί όμως πραγματικά να βελτιώσει το επίπεδο αποτελεσματικότητας της επίθεσης του Παναθηναϊκού;
Ενώ λοιπόν το skill set του Fredette έλειψε από το περυσινό ρόστερ του «τριφυλλιού», ένα συγκεκριμένο στοιχείο του αγωνιστικού του χαρακτήρα μειώνει το εύρος της γκάμας αναφορικά με τις επιθετικές επιλογές που οφείλει να έχει μια ομάδα, η οποία θέλει να κοιτάξει πραγματικά ψηλά στην EL. Πιο συγκεκριμένα, ο Αμερικανός υπήρξε σε όλη του τη καριέρα on ball-παίχτης. Έχει off ball-παιχνίδι αλλά δεν είναι ο τύπος του off-guard που θα σετάρει μεθοδικά τον αμυντικό δουλεύοντας μακριά από τη μπάλα (χρήση των screens ως μέσο για να μεγαλώσει η απόσταση μέχρι το σημείο εκτέλεσης και μαζί της ο βαθμός δυσκολίας της αποστολής του αντιπάλου που θα τον κυνηγήσει) ώστε να παράγει άμεση εκτέλεση. Είναι ένα κομμάτι στο οποίο δουλεύει μαζί του το staff των πρασίνων στα παιχνίδια προετοιμασίας, είναι προφανές.
Η off-ball screen επίθεση (Κάρολ-Ρεάλ, Κούριτς-Μπαρτσελόνα) είναι ένα απαραίτητο όπλο στη φαρέτρα των ομάδων σε αυτό το επίπεδο. Ο Fredette έχει στοιχεία (όπως η pindown εκτέλεση) που δυνητικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αυτό το κομμάτι. Οφείλει να δουλέψει όμως την κίνηση του μακριά από τη μπάλα και να ιεραρχήσει σωστά τις εκτελέσεις του εστιάζοντας στην ποιότητα αυτών σε συνάρτηση με τους στόχους της ομάδας.
Μια σωστή επίθεση τέτοιου τύπου έχει πολλαπλά οφέλη. Σου δίνει τη δυνατότητα να ελέγξεις τον ρυθμό, να ξεκουράσεις τον main ball handler σου, να δοκιμάσεις την συνοχή και τους αυτοματισμούς (με τη χρήση πολλαπλών screens) της άμυνας στο όριο, να την αποπροσανατολίσει -με δεδομένο το focus στην κίνηση & εκτέλεση του σουτέρ- χτυπώντας σε άλλα σημεία (κοψίματα, καταστάσεις στο χαμηλό post για τους ψηλούς μιας και κάθε πραγματικά σωστό screen που στήνεται μετατρέπει αυτόματα τον screener στη βασική επιλογή πάσας μετά από αυτό) ενώ παράλληλα σου επιτρέπει να κρύψεις αδύναμους επιθετικά παίχτες (χρησιμοποιώντας τους ως screeners).
Όπως καταλαβαίνετε αυτός ο τύπος επίθεσης είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Ο Παναθηναϊκός λοιπόν δεν διαθέτει ακριβώς τον παίχτη που θα αποτελέσει την αιχμή σε μια τέτοια κατάσταση (και ο Fredette σίγουρα δεν ευθύνεται για αυτό). Προσπάθησε σωστά να υπογράψει έναν γκαρντ με τέτοια χαρακτηριστικά όπως ο Στρέλνιεκς, αλλά ακόμα πιο σωστά αποχώρησε από αυτήν την προσπάθεια όταν στο τραπέζι έπεσαν ποσά που συνιστούσαν υπεραξία. Το θέμα στη παρούσα φάση είναι ότι τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν στο ρόστερ των πρασίνων για αυτό και o βαθμός ανταπόκρισης του Fredette θα αποτελέσει μια καθοριστική παράμετρο αναφορικά με τη χημεία που θα αναπτύξει με τον Καλάθη και συνολικά για τη συμπεριφορά της ομάδας σε αυτό το κομμάτι της επίθεσης. Ο Rion Brown (θα είναι μαζί με τον Παππά και τον Τζόνσον το «δεύτερο μεγάλο κορμί στο backcourt» που τόσο χρήσιμο θεωρούσε πέρυσι ο κόουτς Πιτίνο, έχει τον “καρπό” και τη βάση για να εξελιχθεί σε 3&D περιφερειακό όμως είναι ρούκι και του αναλογούν αρχικά συγκεκριμένες εκτελέσεις) ναι μεν έχει κάποια τέτοια χαρακτηριστικά (ο Προμηθέας δούλεψε πολύ καλά μαζί του πέρυσι σε ανάλογες καταστάσεις αλλά και σε άλλο επίπεδο ανταγωνισμού) που μοιάζουν αξιοποιήσιμα όμως το status του στο ρόστερ και στην EL ίσως λειτουργήσει ανασταλτικά αναφορικά με τον βαθμό ανταπόκρισης του.
Συνολικά, ο Fredette είναι σίγουρα μια κίνηση που μπορεί να αποφέρει οφέλη στον Παναθηναϊκό σε πολλά επίπεδα όντας ένας γκαρντ πιο συμβατός από τον Λάνγκφορντ για να δουλέψει μαζί με τον Καλάθη στο backcourt. Οφείλει να αυξήσει τον όγκο των εκτελέσεων του που θα προέρχονται μετά από την ελάχιστη δυνατή χρήση ντρίμπλας μιας και οι άμυνες στην EL δεν συγχωρούν την κατάχρηση. Το ποσό που δαπανήθηκε για την απόκτηση του (και να είστε σίγουροι ότι λαμβάνω υπόψη τη σημασία της μεγάλης εμπορικότητας που συνοδεύει μια τέτοια κίνηση) είναι υπερβολικό. Σε αυτά τα χρήματα (και με γνώμονα ότι η ομάδα επένδυσε σε νέα παιδιά, χωρίς μεγάλο οικονομικό κόστος, στη γραμμή ψηλών) ο Παναθηναϊκός θα μπορούσε να υπογράψει έναν γκαρντ στο status των Λάρκιν (επέστρεψε πέρυσι στην Ευρώπη με περίπου ανάλογα χρήματα) ή Σέλβιν Μακ αλλάζοντας τελείως την περιφερειακή γραμμή σε επίπεδο ρόλων και ποιότητας και στις δύο πλευρές του παρκέ. Από ότι φάνηκε βέβαια με την υπογραφή του Ράις νωρίς στην off-season τέτοια διάθεση δεν υπήρχε και η οπτική ήταν διαφορετική.
Στη σωστή κατεύθυνση οι επιλογές Wiley & Bentil, απαιτείται υπομονή
Ο Παναθηναϊκός προσπάθησε να αναμορφώσει τη γραμμή ψηλών του η οποία πέρυσι αποτέλεσε ένα από τα μελανά του σημεία, πηγαίνοντας σε low risk/high reward επιλογές αυτό το καλοκαίρι. Ήταν προφανές ότι η ομάδα χρειαζόταν «νέο αίμα» στη frontcourt με την αποχώρηση του Τζέιμς Γκιστ (έδωσε ό,τι είχε, ο κύκλος του είχε κλείσει) να μοιάζει πλέον επιβεβλημένη.
Θα πρέπει να πούμε ότι η τοποθέτηση των διαθέσιμων χρημάτων οικοδομώντας ένα ρόστερ το καλοκαίρι, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδηγούν εν τέλει στο αποτέλεσμα που βλέπουμε μέσα στη σεζόν. Υπάρχουν (και) αρκετοί άλλοι, όμως εκεί δημιουργείται η βάση και καθορίζεται το πλαίσιο που θα κινηθείς ώστε να αξιοποιήσεις τις δυνατότητες σου στο scouting και τη μετάφραση του πακέτου κάθε αθλητή στο δικό σου περιβάλλον. Με γνώμονα την παρουσία του Παπαγιάννη και τη σημασία που έχει για τον οργανισμό η επιτυχία στη διαδικασία ανάπτυξης του 22χρονου σέντερ αλλά κι του Ντίνου Μήτογλου (23), οι πράσινοι αποφάσισαν να επενδύσουν σε νέα, φιλόδοξα παιδιά των οποίων η βελτίωση κατά τη διάρκεια της χρονιάς μπορεί να αλλάξει την δυναμική της ομάδας, δίνοντας σημαντική ώθηση στο δεύτερο μισό της σεζόν. Αυτό φυσικά προϋποθέτει ότι έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη στο δικό σου πρόγραμμα ανάπτυξης. Το να δεις το potential είναι η μια όψη του νομίσματος. Ή άλλη αφορά το να καλλιεργήσεις και να αναπτύξεις τις δυνατότητες αυτές εντός του συνόλου, δουλεύοντας μεθοδικά. Σε διαφορετική περίπτωση απλά δεν υπάρχει νόημα.
Τόσο ο Jacob Wiley όσο και ο Ben Bentil έχουν αυτό που χρειάζεται για να αποτελέσουν value/money επιλογές για τον Παναθηναϊκό, ο καθένας στον δικό του ρόλο. Επειδή το μπάσκετ είναι σύνθετο άθλημα, αυτό που θα πρέπει να κατανοήσει ο κόσμος (αυτός που σήμερα και μετά από δύο φιλικά ματς γκρινιάζει) είναι ότι η εξέλιξη τους και ο βαθμός αποτελεσματικότητας αναφορικά με τη φετινή τους παρουσία είναι άρρηκτα (Α Ρ Ρ Η Κ Τ Α, βάλτε με το νου σας κόκκινα βελάκια να δείχνουν προς τα εδώ) συνδεδεμένος με το performance των δύο νεαρών Ελλήνων ψηλών. Με αυτό το σκεπτικό αποκτήθηκαν άλλωστε. Και ναι, η πρόκληση για το staff των πρασίνων εδώ, είναι σημαντική.
Ο Bentil στην εκκίνηση της σεζόν προορίζεται για έναν πιο δεύτερο ρόλο. Αυτό μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τον βαθμό ανταπόκρισης του καθώς η θέση εκκίνησης του στο rotation δεν είναι ιδιαίτερα πίσω από αυτήν των άλλων δύο σέντερ. Υπάρχει η ελπίδα ότι σε μερικούς μήνες θα αποκτήσει τη δυναμική για να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο στη πίτα του rotation. Είναι ακόμα άγουρος τακτικά (ο κόουτς είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι «τον αντιμετωπίζουμε ως δύο χρόνια μικρότερο» στην πρώτη του σεζόν στην Ευρώπη) και ο όγκος των δεδομένων που θα κληθεί να αποκωδικοποιήσει, μεγάλος. Το ότι έρχεται λοιπόν αρχικά από πίσω μπορεί να τον βοηθήσει. Είναι σε θέση να αγωνιστεί και στις δύο θέσεις της frontcourt, φέρνοντας μέγεθος και δύναμη (πολύ καλό φυσικό πακέτο) στη θέση «4» ή το πολυπόθητο για τον Αργύρη Πεδουλάκη, «περιφερειακό σουτ» από τη θέση «5». Υπολείπεται αυτή τη στιγμή σε fundamentals όμως η ικανότητα να σκοράρει μετά από επαφή στο ζωγραφιστό (θα δοκιμαστεί πλέον στο ανώτερο επίπεδο) και να μαζέψει ριμπάουντ είναι στοιχεία με ενδιαφέρον. Προσθέστε ότι το οικονομικό κόστος της κίνησης εδώ είναι αρκετά μικρό.
Ο Wiley (ναι, αυτός για τον οποίον πέφτει πολύ ξύλο στα social media εδώ και μερικά εικοσιτετράωρα) έχει τη βάση για να αποτελέσει στο τέλος της σεζόν την πιο χρήσιμη φετινή κίνηση των πρασίνων. Η περίπτωση του όμως φέρει έναν μεγάλο αστερίσκο. Η αδυναμία του στο κομμάτι του αμυντικού ριμπάουντ του υπαγορεύει το «πάντρεμα» με ένα μεγάλο κορμί στο «4» με ικανότητα σε αυτό το κομμάτι. Όπως καταλαβαίνετε, η εξέλιξη του Ντίνου Μήτογλου (μπορώ να δω και τον Bentil σε αυτόν τον ρόλο σταδιακά) θα επηρεάσει σημαντικά τον χρόνο και την αποτελεσματικότητα του Wiley.
Ο 25χρονος πρώην σέντερ της Γκραν Κανάρια (εξαιρετική σεζόν) έχει μερικά εργαλεία που λάμπουν. Το staff του Παναθηναϊκού είχε κυκλώσει το όνομα του από πέρυσι και ο Πιτίνο ήταν απόλυτα σύμφωνος με την απόκτηση του. Διαθέτει εξαιρετικό motor, τρέχει πολύ τον άξονα (σαν τριπλουνίστας, χρήσιμο για μια επίθεση που θα επενδύσει στο transition), είναι αρκετά ικανός βάζοντας τη μπάλα στο παρκέ (καλό handling για παίχτη τέτοιας κοπής, χρησιμοποιεί το eurostep στο ανοιχτό γήπεδο και spin moves σε κλειστό χώρο επιτιθέμενος 1on1 χαμηλά) και αποτελεσματικός σε PnR καταστάσεις (η 5-out που φαίνεται ότι λανσάρει σε σημαντικό εύρος του playbook ο κόουτς φέτος και η παρουσία του Καλάθη μπορούν να τον βοηθήσουν). Έχει ικανότητα στο επιθετικό ριμπάουντ και είναι υποτιμημένος passer.
Η άλλη πλευρά του φεγγαριού μας δείχνει ότι ο Wiley υστερεί σε αμυντικά fundamentals. Χάνει συχνά τη θέση του μακριά από τη μπάλα (ένας λόγος που είναι αδύναμος στο αμυντικό ριμπάουντ) ενώ αμυνόμενος στο low post χρησιμοποιεί πολύ τα χέρια του (7αρι wingspan) απόρροια ίσως και του μέτριου footwork που τον διακρίνει στη πίσω πλευρά του γηπέδου. Είναι πολύ ικανότερος όταν έρχεται από θέση βοήθειας στην άμυνα, ειδικά ψηλά. Επίσης το midrange του είναι under construction. Σίγουρα μιλάμε για μειονεκτήματα σε μάλλον ευαίσθητους τομείς (είναι ο λόγος που το καλοκαίρι, εάν και προσωπικά είχα ξεχωρίσει την περίπτωση του, τον τοποθετούσα ιεραρχικά κάτω από τον Mathias Lessort ο οποίος θα έφερνε περισσότερα κιλά και μέγεθος στη ρακέτα των πρασίνων), σε ένα σύνολο που με τον συγκεκριμένο κόουτς θα πάει small όταν θα θελήσει να ανεβάσει το επίπεδο της άμυνας του. Και εδώ το κόστος της κίνησης είναι χαμηλό, ειδικά για ένα παιδί που πέρυσι έβγαλε μάτια απέναντι σε ελίτ ανταγωνισμό. Περιμένουμε με ενδιαφέρον την εξέλιξη του μέσα στη σεζόν. Το σίγουρο είναι ότι τόσο στη δική του περίπτωση όσο και σε αυτή του Bentil απαιτείται υπομονή.
Ο Ράις
Ομολογώ ότι εδώ είχαμε μια σχετική έκπληξη μιας και περιμέναμε κάτι διαφορετικό (όχι απαραίτητα καλύτερο, απλά διαφορετικό και πάντα σε συνάρτηση με μια γενικότερη οπτική στελέχωσης). Ο Παναθηναϊκός πήγε safe αγοράζοντας (σε καλά χρήματα) την εμπειρία ενός περιφερειακού με παραστάσεις και γαλόνια στη διοργάνωση ο οποίος όμως έχει περάσει τα prime του. Ο κόουτς Πεδουλάκης προτίμησε τον Αμερικανό από τον «Hoopfellier» Alex Perez (κατέληξε στη Ζάλγκιρις) πατώντας στην προσωπικότητα του αλλά και στο γεγονός ότι είναι πιο ικανός σκόρερ σε καταστάσεις προσωπικής φάσης. Ο Ράις δεν είναι ακριβώς ο περιφερειακός με τα combo skills που θα λειτουργήσει αρμονικά παίζοντας και δίπλα στον Καλάθη (off ball) όμως φέρνει αποδεδειγμένο leadership και την ασφάλεια ενός βετεράνου που ξέρει να κάνει αυτό που πρέπει. Το πακέτο του περιλαμβάνει πολλά συν και πλην τα οποία νομίζω είναι γνωστά σε όλους. Έχει κάνει θραύση στο παρελθόν στο fast pace περιβάλλον της Χίμκι, έκρινε ένα F4 μετά από μια μέτρια σεζόν στη Μακάμπι, δυσκολεύτηκε πολύ στο ελεγχόμενο τέμπο της Μπαρτσελόνα. Είναι baller, καμία αμφιβολία περί αυτού.
Οι screen away καταστάσεις που του έδωσε η ομάδα στα ματς προετοιμασίας ώστε να μπει στον άξονα στοχεύουν να αναδείξουν την ικανότητα του να εκτελέσει. Κλειδί το να παραμείνει (ένας τέτοιος ικανός σκόρερ, στοιχείο για το οποίο επιλέχθηκε και θα χρειαστεί ο Παναθηναϊκός) σε passive mode διατηρώντας ικανοποιητικό δείκτη σε όρους AST/TO. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον πάντως στην περίπτωση του αφορά το timing του ρόλου του και τη μετατροπή από κεντρικό άξονα της επίθεσης σε βετεράνο των 15-18 λεπτών (επίσης ρόλος ζωτικής σημασίας) σε ένα σύνολο με βλέψεις στο υψηλό επίπεδο. Είναι νομίζω το σημείο που έπρεπε να στραφεί σε αυτή τη φάση της καριέρας του…
Fast pace και αμυντική προσέγγιση: Το μεγάλο τεστ για τον κόουτς
Οι επιταγές του σύγχρονου παιχνιδιού αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει η ομάδα φέτος δεν άφησαν ιδιαίτερα περιθώρια στον Αργύρη Πεδουλάκη. Η παρουσία του καλύτερου fast break-maker στην Ευρώπη στο τιμόνι της ομάδας και η συμβατότητα του παιχνιδιού του με αυτό που η σελίδα μας ονόμασε TSOL πέρυσι, έδειξαν ξεκάθαρα τον δρόμο για αυτό το οποίο έχουμε χαρακτηρίσει ως μονόδρομο από την εποχή-Πασκουάλ στο ΟΑΚΑ, αναφορικά με τη φύση της επίθεσης των πρασίνων. Ο Παναθηναϊκός έπρεπε να αλλάξει τους χρόνους εκτέλεσης στην επίθεση του, κατευθυνόμενος στο «γήπεδο» του πρωτεύοντος και δευτερεύοντος αιφνιδιασμού.
Όλο αυτό το εγχείρημα φυσικά δεν είναι τόσο απλό. Χρειάζεται χρόνο και επανάληψη για να οικοδομηθούν συνήθειες. Αυτή τη στιγμή είναι φυσικό οι πράσινοι να διανύουν αυτό το μεταβατικό στάδιο εξ ου και η παρουσία τους στα παιχνίδια προετοιμασίας. Η μετατόπιση στους χρόνους εκτέλεσης επηρεάζει πολυεπίπεδα το παιχνίδι και στις δύο πλευρές του παρκέ. Το ζητούμενο πάντα είναι η ροή και η ισορροπία. Η αμυντική προσέγγιση επίσης θα παίξει μεγάλο ρόλο στον βαθμό αποτελεσματικότητας της επίθεσης. Η στελέχωση του ρόστερ οδήγησε στη δημιουργία μιας ομάδας που θέλει να έχει compact χαρακτήρα φιλοδοξώντας να ελαχιστοποιήσει πιθανές αλλοιώσεις της απόδοσης της σε βασικούς τομείς όταν θα κληθεί (γιατί θα το κάνει, το θεωρώ δεδομένο με τον κόουτς Πεδουλάκη) να χαμηλώσει.
Η αποτελεσματικότητα (ή όχι) του Παναθηναϊκού στο αμυντικό ριμπάουντ θα καθορίσει σε μεγάλο μέρος τον βαθμό της επιτυχίας του πλάνου αυτού. Δεν υπάρχει ξανά η πολυτέλεια του να παρουσιαστεί το «τριφύλλι» αδύναμο σε αυτό το κομμάτι δεδομένου του ότι θα του λείπει το συστατικό που συνθέτει μαζί με την πιεστική άμυνα (βλέπε παραγωγή λαθών στην επίθεση του αντιπάλου) τη βάση για να χτίσει την επίθεση του. Επιβάλλεται να βρεθεί λοιπόν η ισορροπία ανάμεσα στο small ball και την αποτελεσματικότητα στο κομμάτι του αμυντικού ριμπάουντ δεδομένου ότι κάποια σχήματα που φαίνεται πως θα ενεργοποιηθούν πάσχουν στον τομέα αυτόν.
Η επιλογή του Wesley Johnson έγινε με γνώμονα αυτή την κατεύθυνση (αμυντικό versatility, ματσάρισμα των μειονεκτημάτων των light διδύμων ψηλών με ένα τέτοιο πακέτο στα φτερά). Πρόκειται για έναν αθλητή με σημαντική καριέρα στο ΝΒΑ, ικανό να αμυνθεί και στις δύο γραμμές στα μετόπισθεν. Έχει το μήκος (7’1’’) και το αθλητικό πακέτο που χρειάζεται για αυτό. Μπορεί να λειτουργήσει ως chaser στο κεφάλι μιας press άμυνας, να φέρει switchability σε καταστάσεις PnR και μέγεθος στο «3» ώστε να ματσάρει σχήματα με πιο ελαφριά κορμιά στις θέσεις της frontcourt (Thomas-Wiley). Ο Johnson μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο στις αμυντικές τακτικές του κόουτς (με συνεισφορά στη transition επίθεση) ο οποίος φαίνεται να τον ετοιμάζει και ως εναλλακτική στη θέση «2» (multi-forward lineups, Diamond press στον ορίζοντα ίσως; ) όμως ρεαλιστικά ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που θα καθαρίσει την παρουσία του φέτος είναι το ποσοστό του στην περιφερειακή εκτέλεση (ειδικά από θέση). Με δύο αθλητές οι οποίοι μπορούν να καλύψουν και τις δύο θέσεις των φόργουορντ θα περίμενε κανείς ότι ο Παναθηναϊκός θα κινηθεί για έναν πλάγιο με περισσότερα wing skills (πέραν του Μπράουν) όπως αυτά μεταφράζονται στο ευρωπαϊκό μπάσκετ (γιατί για την Αμερική ο Johnson λογίζεται ότι διαθέτει τέτοια). Το ποσό που διέθεσε το “τριφύλλι” για τον βετεράνο του ΝΒΑ άλλωστε δεν ήταν ευκαταφρόνητο (όχι με βάση τις περγαμηνές του παίχτη αλλά με γνώμονα τον ρόλο του και τα οικονομικά δεδομένα του συνόλου).
Κοιτώντας λίγο τη μεγάλη εικόνα καταλήγουμε στο φλέγον φετινό ερώτημα αναφορικά με την προσπάθεια του Παναθηναϊκού. Μπορεί ο κόουτς Πεδουλάκης να βρει το μονοπάτι της νίκης εντός ενός διαφορετικού πλαισίου παιχνιδιού; Η εκτίμηση μου στις ικανότητες του είναι δεδομένη, όσοι διαβάζεται τη σελίδα καιρό τη γνωρίζεται ήδη. Είναι ένας εξαιρετικός tactician με βαθιά γνώση του αντικειμένου, όντας ένας από τους πιο ικανούς προπονητές στο να χτίσει το αμυντικό κομμάτι μιας ομάδας σε οποιοδήποτε επίπεδο. Αυτό του το προσόν του επιτρέπει να ρισκάρει και να ελίσσεται εντός των παιχνιδιών δοκιμάζοντας πράγματα που με μια πρώτη ματιά ακουμπούν τον αντικομφορμισμό αλλά στην πραγματικότητα είναι πρακτικά και δουλεύουν. Από την άλλη, αυτό δεν απαντά το ερώτημα που τέθηκε παραπάνω. Υπάρχει σίγουρα ένας σκεπτικισμός σχετικά με το εάν θα μπορέσει να βρει την απαιτούμενη ισορροπία και στις δύο πλευρές του παρκέ (δημιουργώντας μια two-way team), ακόμα και για το εάν θα οικοδομήσει μια άμυνα στα δικά του ελίτ στάνταρντ χωρίς τον σύμμαχο των ελεγχόμενων εκτελέσεων στην επίθεση και εντός ενός διαφορετικού πλαισίου ρυθμού.
Ο φετινός Παναθηναϊκός στελεχώθηκε πιο ορθολογικά σε σχέση με το περυσινό οικοδόμημα, νομίζω είναι σαφές. Στην αφετηρία μιας μεγάλης σεζόν δείχνει ότι θα παλέψει με ό,τι έχει για να ανοίξει την πόρτα της οχτάδας σε μια διοργάνωση όπου το επίπεδο του ανταγωνισμού έχει αναβαθμιστεί σημαντικά. Αυτό το οποίο αφήνει ερωτήματα να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα είναι η τοποθέτηση των διαθέσιμων χρημάτων (και όχι το ίδιο το ποσό) στην αγορά, αναφορικά με το που κατευθύνθηκαν τα πιο ακριβά συμβόλαια εντός του νέου ρόστερ. Η αποτελεσματικότητα του καινούργιου οικοδομήματος των πρασίνων βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με αυτήν της διαδικασίας βελτίωσης (παιδιών που ήρθαν και άλλων που προϋπήρχαν) του προγράμματος τους αλλά και με την ικανότητα του κόουτς να βρει τα μονοπάτια της νίκης εντός ενός διαφορετικού πλαισίου παιχνιδιού. Πλέον, δεν αρκεί να είσαι ελίτ αμυντική ομάδα για να κοιτάξεις ψηλά…
Ο Ολυμπιακός
Ήταν ένα από τα πιο ιδιαίτερα και δύσκολα καλοκαίρια στην ιστορία του τμήματος μπάσκετ του Ολυμπιακός το φετινό. Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές σε πολλά επίπεδα και το πλαίσιο που δημιουργήθηκε για οικοδομηθεί το νέο σύνολο σίγουρα δεν ήταν το ιδεατό. Η εντυπωσιακή αγωνιστική πτώση της ομάδας στο δεύτερο μισό της περυσινής σεζόν (τη στιγμή που μέχρι τον Γενάρη έδειχνε ότι έχει δημιουργήσει τη βάση για να διεκδικήσει ακόμα και το πλεονέκτημα έδρας) και τα όσα επακολούθησαν εντός και εκτός των τεσσάρων γραμμών, συνέθεσαν μια καινούργια πραγματικότητα. Στη δεύτερη σεζόν του Ντέιβιντ Μπλατ ατο λιμάνι, ο Ολυμπιακός κάνει restart αφήνοντας την εντύπωση ότι δεν θέλησε ουσιαστικά να κρατήσει κάτι από την περυσινή χρονιά και να χτίσει επάνω σε αυτό.
Μια καθοριστική απόφαση
Είχαμε πει το καλοκαίρι και όσο η στελέχωση των ερυθρολεύκων βρισκόταν σε εξέλιξη, ότι με τη μορφή που παίρνει η ομάδα το κλειδί για τον βαθμό ανταγωνιστικότητας που θα παρουσιάσει στην ερχόμενη Ευρωλίγκα, βρισκόταν στη θέση του PG. O Ολυμπιακός χρειαζόταν leadership και proven quality εκεί. Ήταν η μόνη επιλογή στην οποία δεν χωρούσαν παραχωρήσεις. Ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα πράγματα νομίζω ότι απέχει από το να θεωρηθεί ως ο ενδεδειγμένος.
Οι ερυθρόλευκοι κατάφεραν να βγάλουν από επάνω τους το βαρύ συμβόλαιο του Μάντζαρη, επενδύοντας στον Αντώνη Κόνιαρη με την ελπίδα να φρεσκάρουν το βάθος του backcourt τους. Ξεφορτώθηκαν επίσης το συμβόλαιο του Williams-Goss το οποίο στον δεύτερο χρόνο ισοδυναμούσε με ένα μάλλον υψηλό ποσό με βάση τη δυναμική του παίχτη μέσα στην ομάδα. Με τον Βασίλη Σπανούλη να έχει πατήσει τα 37, είχε γίνει ξεκάθαρο ότι χρειάζονταν οπωσδήποτε έναν leading guard. Τον παίχτη που θα αναλάβει να «τρέξει» την επίθεση τους αποτελώντας τον κεντρικό πόλο σε επίπεδο αποφάσεων και παράλληλα –με την έννοια ότι το πακέτο του θα τηρούσε συγκεκριμένα ποιοτικά αγωνιστικά standards- θα δημιουργήσει το πλαίσιο για να έχει ο ίδιος ο αρχηγός μια πραγματικά ουσιαστική σεζόν σε αυτήν τη φάση της καριέρας του.
Ο κόουτς Μπλατ αποφάσισε να ανανεώσει την εμπιστοσύνη του στον Will Cherry, έναν παίχτη ο οποίος μπορεί να αποτελέσει «εργαλείο» στο backcourt αλλά σίγουρα όχι το κεντρικό κομμάτι του παζλ και σε καμία περίπτωση τον περιφερειακό που θα τρέξει με υψηλό efficiency τον μεγαλύτερο όγκο των αποφάσεων στην επίθεση της ομάδας. Είναι μια απόφαση που αφήνει πολλά ερωτηματικά δεδομένου της κομβικής φύσης που τη χαρακτηρίζει. Είναι κατανοητό ότι με τα δεδομένα της εποχής οι οικονομικές δυνατότητες των ελληνικών ομάδων είναι συγκεκριμένες. Και αυτό μας οδηγεί πάλι στη σημασία της τοποθέτησης του διαθέσιμου χρήματος στην καλοκαιρινή αγορά. Ο Ολυμπιακός υπέγραψε έναν ποιοτικό παίχτη όπως ο Κουζμίνσκας στη πολυπρόσωπη γραμμή των φόργουορντ, έδωσε συμβόλαιο σε ξένο παίχτη για τη θέση του τρίτου «5» (Happ, χαμηλό μεν αλλά όταν έχει άμεση ανάγκη να εξοικονομήσεις χρήματα όλα παίζουν ρόλο), επενδύοντας ένα χαμηλό ποσό για τη πιο νευραλγική επιλογή της off-season.
Σε προηγούμενη κουβέντα μας είχαμε πει ότι υπήρχαν παίχτες εκεί έξω που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά στον φετινό Ολυμπιακό, χωρίς ξοδευτούν υπερβολικά ποσά. Ο Isaiah Canaan ήταν μια περίπτωση που σταθήκαμε ενδεικτικά (ένα backcourt αποτελούμενο από τους Canaan και DeAndre Kane νομίζω θα κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες της ομάδας στο πλαίσιο παιχνιδιού του Μπλατ έχοντας τη δυναμική να την αναβαθμίσει και στις δύο πλευρές του παρκέ). Με έναν γκαρντ αυτού του status οι ερυθρόλευκοι εκτιμώ ότι θα μπορούσαν να ανέβουν επίπεδο, κεφαλαιοποιώντας το βάθος της γραμμής ψηλών και πολλά από τα χρήσιμα χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στο νέο ρόστερ.
Η περίπτωση του Baldwin IV
Ο Wade Baldwin είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση παίχτη αναφορικά με την απορρόφηση του στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που τοποθετήθηκε στις καλοκαιρινές λίστες του Hoopfellas φέτος.
Πρόκειται για ένα παιδί με πολλά φυσικά «εργαλεία». Έχει τον κορμό, τα χέρια (τα οποία τον βοηθούν να παίζει ως μεγαλύτερο μέγεθος στο παρκέ) και το αθλητικό πακέτο ώστε να είναι επιδραστικός στο παιχνίδι της έντασης και της ταχύτητας που αλλάζει πλέον δραστικά τη μορφή του μπάσκετ στα μέρη μας. Το πρόβλημα με τον απόφοιτο του Vanderbilt είναι ότι ακόμα είναι άγουρος για το σύνθετο περιβάλλον της Γηραιάς ηπείρου. Ενώ λοιπόν έχει το πακέτο να παίξει έναν ρόλο όπως αυτός του DeAndre Kane (έγινε αναφορά παραπάνω) ως secondary ball handler δίπλα στον κυρίως δημιουργό της ομάδας, λειτουργώντας ως «πανοπλία» στα μετόπισθεν και αποσυμπιέζοντας τον ως εναλλακτικός δημιουργός, είναι δεδομένο ότι θα αντιμετωπίσει αντικειμενικές δυσκολίες εάν κληθεί να τρέξει αυτός μια επίθεση. Το decision making σε συνδυασμό με το ball handling του και τη διαφορετικότητα των χώρων αλλά και της φύσεως των αμυνών στην Ευρώπη, αποτελούν στοιχεία που μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά σε μια τέτοια προσπάθεια, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Η περίπτωση του χρειάζεται υπομονή. Η στελέχωση της θέσης «1» δυστυχώς δεν τον βοηθάει καθόλου (πιθανόν θα απαιτηθούν από αυτόν πράγματα που τώρα δύσκολα θα μπορέσει να κάνει πιάνοντας συγκεκριμένο επίπεδο efficiency, δηλαδή το να τρέξει ο ίδιος την επίθεση αναμειγνύοντας τους συμπαίχτες του σε αυτήν με χαμηλό αριθμό λαθών).
Παρ’όλη αυτή τη δύσκολη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί για αυτόν όμως, υπάρχει και ένας σύμμαχος. Ο Ντέιβιντ Μπλατ έχει δουλέψει στο παρελθόν με γκαρντ τα οποία στο σύστημα του ανέβηκαν στο «1», χωρίς να έχουν advanced playmaking ή υψηλό δείκτη αποτελεσματικότητας σε επίπεδο απόφασης. Ο Χίκμαν δεν ήταν η επιτομή του floor general. Ο Jeremy Pargo ή ο Will Cummings επίσης. Ο Wanamaker έγινε πιο polished στο περιβάλλον της Βrose αλλά ουσιαστικά ήταν ένας καταπληκτικός κάθετος παίχτης με ανεπτυγμένα scoring instincts. Ο Μπλατ αρέσκεται να δουλεύει με γκαρντ που έχουν κάθετο παιχνίδι πρωτίστως και ικανότητα στο 1on1. Ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίον πέρυσι το καλοκαίρι εκτιμήσαμε ότι ο Βαγγέλης Μάντζαρης θα έχει μια δύσκολη σεζόν μαζί του.
Για τον Baldwin IV υπάρχει ήδη ένας προβληματισμός εντός της ομάδας. Αυτός δεν έχει να κάνει να κάνει με το αγωνιστικό του πακέτο αλλά με μια πρώτη (σημαντική) δυσκολία που δείχνει στο να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο της ομάδας. Στην Αμερική είναι γνωστό ότι πρόκειται για ένα «ιδιαίτερο». Είναι δεδομένο το ότι ο κόουτς Μπλατ το γνώριζε. Καθαρά αγωνιστικά πάντως εκτιμώ ότι πρέπει να μπει σε ρόλο secondary ball handler. Αυτό, με τη παρούσα στελέχωση (και εφόσον δεν υπάρξει κάποια αλλαγή), προϋποθέτει ότι αργά ή γρήγορα θα δούμε τον Βασίλη Σπανούλη να ανεβαίνει και στο «1»…
Η ώρα της επιστροφής στην επίθεση προσωπικής φάσης;
Φιλτράροντας τον τρόπο με τον οποίον στελεχώθηκε το φετινό σύνολο των ερυθρολεύκων, καταλήγουμε στο ότι έγινε μια προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ρόστερ που θα είναι πιο συμβατό με την παραδοσιακή φιλοσοφία του κόουτς Μπλατ. Η στροφή στο αμερικάνικο στοιχείο είναι προφανής. Η φύση των παιχτών που επιλέχθηκαν επίσης μας οδηγεί σε αντίστοιχα συμπεράσματα.
Ο Ολυμπιακός πέρυσι δούλεψε επιθετικά σε έναν περιβάλλον με σημαντική απόκλιση από αυτό που διαχρονικά βλέπαμε από τον κόουτς. Νομίζω ότι ο ίδιος εν μέρει αναγκάστηκε να προσανατολιστεί εκεί όταν είδε ότι είχε εκτιμήσει λάθος τις δυνατότητες συγκεκριμένων παιχτών. Ήταν φανερό για παράδειγμα ότι ο Williams-Goss δεν ήταν το ίδιο αποτελεσματικός στη προσωπική φάση απέναντι στην αθλητικότητα και τη δύναμη των ψηλών της Ευρωλίγκας (finishing). Ο Τίμα επίσης αδυνατούσε να διαβάσει και να ακολουθήσει τακτικά την κατεύθυνση του συνόλου. Δύο παιδιά από τα οποία ο 60χρονος κόουτς περίμενε τη δημιουργία ρηγμάτων και το πολυπόθητο παιχνίδι προσωπικής φάσης. Οι ερυθρόλευκοι δούλεψαν περισσότερο με συνεργασίες για να παράγουν τους πόντους τους όμως η αδυναμία τους να δημιουργήσουν ρήγμα (και γενικότερα στο παιχνίδι από έξω προς τα μέσα το οποίο παράγει πολλαπλά οφέλη) έπληξε σε μεγάλο βαθμό και την περιφερειακή τους εκτέλεση. Ο Ολυμπιακός πέρυσι έγραψε 62.3 σε όρους AST% (No4 στη διοργάνωση) όμως στην ουσία κατευθύνθηκε εκεί γιατί του έλειπαν βασικά εργαλεία για να παράγει διαφορετικά. Ένα από αυτά ήταν και το ένας εναντίον ενός παιχνίδι.
Το staff των ερυθρολεύκων φαίνεται ότι φέτος εστίασε σε αυτό το κομμάτι ως στοιχείο μιας ευρύτερης προσπάθειας να αναβαθμίσει την αθλητική ικανότητα του συνόλου, ειδικά στην περιφερειακή γραμμή. Ο Ολυμπιακός έχει περισσότερα εργαλεία πλέον για να «πατήσει» σε ένας εναντίον ενός παιχνίδι. Έχει πιο φρέσκα πόδια στο backcourt και μεγαλύτερη ικανότητα στο να πιέσει τη μπάλα. Οι Baldwin και Cherry αποτελούν δύο δυνατά κορμιά στη πρώτη γραμμή άμυνας ενώ το δίδυμο των Kevin Punter και Brandon Paul θα αναλάβει έναν μεγάλο όγκο των εκτελέσεων στην επίθεση.
O Brandon Paul νομίζω ότι μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα στις κινήσεις των ερυθρολεύκων τη φετινή καλοκαιρινή περίοδο. Είναι ένα παιδί το οποίο βρέθηκε στις λίστες της σελίδας μας το καλοκαίρι του 2013 όταν και βγήκε από το Illinois.
Eνω το πέρασμα του από την Νίζνι ήταν μάλλον αδιάφορο, η χρονιά που έκανε στην ACB με την Χουβεντούτ τράβηξε πολλά βλέμματα. Είχε μια πολύ καλή χρονιά στην Ευρωλίγκα με την Αναντολού και έφτασε μέχρι το Σαν Αντόνιο και τους Σπερς όπου δούλεψε για μια γεμάτη σεζόν με τον κόουτς Πόποβιτς και το επιτελείο του. Ο Paul έχει το φυσικό/αθλητικό πακέτο για να καλύψει μαζί με τον Παπανικολάου τη θέση «3» και κυρίως φέρνει wing skills τα οποία έλειψαν απελπιστικά από το περυσινό ρόστερ της ομάδας αλλά και μια πάντα χρήσιμη 3&D παρουσία. Ο 28χρονος G/F μπορεί να παράγει μέσα από Off ball-δράσεις ή και να παίξει με τη μπάλα στα χέρια. Θα είναι κομβικό το πόσο efficient θα είναι σε αυτές τις καταστάσεις καθώς κουβαλάει μια ροπή στο λάθος όταν επιτίθεται στο καλάθι. Αυτή, μαζί και με το shot selection του (παράγοντας για την αποτελεσματικότητα στη περιφερειακή του εκτέλεση μιας και δεν είναι pure shooter και δεν αποκτήθηκε ως τέτοιος) θα αποτελέσουν τις πιο σημαντικές παραμέτρους στην αξιολόγηση της απόδοσης του μέσα στη σεζόν.
Ο Kevin Punter με γνώμονα αποκλειστικά το βιογραφικό του είναι ο ορισμός της επιλογής-Μπλατ. Δηλαδή, ένας αθλητής που ξεκίνησε από χαμηλά, απέδειξε την αξία του στη διοργάνωση του BCL και κέρδισε το κάλεσμα στο υψηλότερο επίπεδο. Ο Μπλατ έχει παράδοση στο να δίνει τα «ακαδημαϊκά» εφόδια που απαιτούνται ώστε τέτοια παιδιά να απορροφηθούν στο απαιτητικό περιβάλλον της Ευρωλίγκας όσο το δυνατόν πιο ομαλά, ανάλογα φυσικά με τις δυνατότητες που υπάρχουν στη κάθε περίπτωση. Ο Punter δεν ο fundamental off ball-shooter που θα δουλέψει μακριά από τη μπάλα, σετάροντας τον αντίπαλο του ώστε να δημιουργήσει την απόσταση με τη χρήση των σκριν για άμεση εκτέλεση. Έχει off ball-ικανότητα (και ο Ολυμπιακός θα τρέξει τέτοιες καταστάσεις για αυτόν και τον Πολ φέτος) αλλά όχι στο επίπεδο των Στρέλνιεκς ή Μπέρτανς (πρόσφατοι τέτοιοι παίχτες με τους οποίους δούλεψε ο Μπλατ).
Είναι δυνατός στο να εκτελεί μετά από ντρίμπλα και την τελευταία διετία έχει εκτελέσει αποτελεσματικά πλήθος «άνιωθων» σουτ σε κρίσιμες στιγμές. Για να είμαι ειλικρινής και με γνώμονα τη παρουσία του Πολ, εδώ θα προτιμούσα έναν pure off ball-shooter του οποίου η κίνηση μακριά από τη μπάλα θα λειτουργούσε ευεργετικά, δημιουργώντας χώρους στη καρδιά της ρακέτας για το δίδυμο Μιλουτίνοφ-Πρίντεζη. Η μετάβαση για τον Punter στο υψηλό επίπεδο κρύβει αντικειμενικές δυσκολίες όμως το ενδιαφέρον για τον βαθμό στον οποίον μπορεί να ανταποκριθεί στη πρόκληση είναι μεγάλο.
Βάζοντας στην εξίσωση και αυτούς τους δύο wings, γίνεται αντιληπτό ότι φέτος ο κόουτς Μπλατ θα προσπαθήσει να βασιστεί περισσότερο στη προσωπική φάση ως παραγωγικό εργαλείο (για να αξιοποιήσει τους δύο Αμερικανούς σουτέρ ή ακόμα και να τρέξει καταστάσεις με τη μπάλα στα χέρια τους), πλαίσιο πιο συμβατό με τη φιλοσοφία του διαχρονικά. Η δε φύση των περιφερειακών που επέλεξε, δείχνει ότι –ως συνέχεια του παραπάνω συμπεράσματος- ένα μεγάλο κομμάτι της δημιουργικής ευθύνης θα πέσει στους ώμους των ψηλών του.
Η γραμμή ψηλών
Θα αποτελέσει (και) φέτος τη δύναμη πυρός του Ολυμπιακού. Η παραμονή του Νίκολα Μιλουτίνοφ στον Πειραιά συνοδεύτηκε από αντιδράσεις τεράστιας ανακούφισης μιας και η πιθανότητα απώλειας του Σέρβου σέντερ άλλαζε σημαντικά τα δεδομένα σχετικά με τη φετινή πορεία των ερυθρολεύκων στη διοργάνωση.
Σημείωση: Έχοντας υπόψη όλες τις ενστάσεις που υπήρχαν πέρυσι (και μιλάω για το εσωτερικό της ομάδας) για τον Zach LeDay οφείλω να ομολογήσω ότι μάλλον απογοητεύτηκα από την απομάκρυνση του. Ο Αμερικανός αποκτήθηκε με πολυετές συμβόλαιο για «μεγαλώσει» μέσα στον οργανισμό του Ολυμπιακού και η πρώτη του σεζόν (με όλα τα συν και της πλην της) σε αυτό το επίπεδο ανταγωνισμού γέννησε πολλά και πολύ ενδιαφέροντα ερεθίσματα. Ο παίχτης έχει «δυναμική». Θα είναι πραγματικά άβολο να τον δεις να αναπτύσσεται σε ένα διαφορετικό (ανταγωνιστικό προς τα εσένα) περιβάλλον. Μια τριάδα αποτελούμενη από τους Μilutinov-LeDay-Tonye Jekiri νομίζω θα κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες της ομάδας.
Η φύση της περιφερειακής γραμμής του φετινού Ολυμπιακού φαίνεται ότι αυξάνει την πιθανότητα να απεικονιστεί πιο έντονα αυτό που περιγράφαμε πέρυσι το καλοκαίρι (όταν ανέλαβε ο κόουτς Μπλατ) αναφορικά με τη συμμετοχή τους στο δημιουργικό κομμάτι. Οι Μιλουτίνοφ και Πρίντεζης φυσικά παραμένουν δύο βασικοί εκτελεστικοί άξονες των ερυθρολεύκων στο «ζωγραφιστό» όπου προστέθηκε και ο Augustine Rubit. Ιδανικά ο πρώην σέντερ της Brose θα έπρεπε να έχει κάνει αυτήν τη μετάβαση μια διετία πριν και όχι τώρα, στα 30 του. Είναι ένας ψηλός με χαμηλό κέντρο βάρους που διαθέτει παιχνίδι με πρόσωπο και πλάτη στο ζωγραφιστό (soft hands, ξέρει να τελειώνει φάσεις). Δίνει την δυνατότητα αυτομάτως στους ερυθρολεύκους να έχουν σημείο αναφοράς χαμηλά, ακουμπώντας τη μπάλα σε αυτόν, ακόμα και τις στιγμές που οι Πρίντεζης-Μιλουτίνοφ δεν θα βρίσκονται στο παρκέ.
Με τον Rubit ο Ολυμπιακός μπορεί επίσης να παίξει με το μέγεθος, παρατάσσοντας ψηλά ή χαμηλά σχήματα στη γραμμή ψηλών ανάλογα με την τοποθέτηση του σε αυτή. Θα παίξει μεγάλο ρόλο στο performance του η σωματική κατάσταση στην οποία θα βρεθεί. Η αλήθεια είναι ότι εδώ ο Ολυμπιακός ίσως χρειαζόταν έναν πιο αθλητικό ψηλό ο οποίος θα ανέβαζε το επίπεδο άμυνας στην πίσω γραμμή. Ο Μπλατ επέλεξε τον Rubit σε μια περίοδο όπου το μέλλον του Μιλουτίνοφ ήταν αβέβαιο. Κρατείστε το αυτό.
Μιλώντας για τη frontcourt και την πιθανή επίδραση της στο δημιουργικό κομμάτι οφείλουμε να αναφέρουμε και την ικανότητα του Ethan Happ (και αυτός μέλος της φετινής λίστας του Hoopfellas). O σέντερ του Ουισκόνσιν είναι ουσιαστικά ένας facilitator στη γραμμή ψηλών με πολύ ιδιαίτερο στυλ παιχνιδιού. Έχει συγκεκριμένες αδυναμίες στις οποίες έχουμε αναφερθεί πριν τον υπογράψει ο Ολυμπιακός όμως η ικανότητα του να διαβάσει και να πασάρει του έδωσε φήμη στην Αμερική. Στους ερυθρόλευκους ήρθε για να καλύψει την τελευταία θέση της frontcourt. Το άλμα που επιχειρεί είναι μεγάλο. Θα ήθελα να τον δω (ως πρώτη επαφή με το ευρωπαϊκό μπάσκετ) σε μια από τις λίγκες της Β. Ευρώπης (Γερμανία, Λιθουανία). Νομίζω ότι αυτό θα του εξασφάλιζε μια πιο ομαλή προσαρμογή στα νέα δεδομένα.
Η παρουσία του Κουζμίνσκας αποτελεί αναβάθμιση σε σχέση με αυτή του Γιάννις Τίμα στο ρόστερ. Ουσιαστικά η προσθήκη του Λιθουανού είναι αυτή που κάνει τη φετινή γραμμή ψηλών να μοιάζει βαθύτερη. Ο Κουζμίνσκας θα περάσει χρόνο και στις δύο θέσεις των φόργουορντ (άλλος ένας παίχτης που δίνει την ευκαιρία στον κόουτς Μπλατ να παίξει με το μέγεθος των σχημάτων του) αν και σε πρώτη φάση με τον Λιθουανό στο «4» θα χρειαστεί το μέγεθος του Σέρβου ψηλού στο «5». Είναι ακόμα σε καλή ηλικία και διψάει για μπάσκετ. Πέρυσι βρέθηκε σε μια κατάσταση στο Μιλάνο όπου δεν περίσσευαν πολλές μπάλες για αυτόν όμως δεν ανταποκρίθηκε άσχημα. Θα μπορούσα κάλλιστα να τον δω ως στάρτερ δίπλα στους Παπανικολάου-Μιλουτίνοφ. Έχει συνολικά την ποιότητα και το υπόβαθρο για να βοηθήσει τους ερυθρόλευκους φέτος. Και εδώ, κριτικός παράγοντας η αποτελεσματικότητα του (ή όχι) στο περιφερειακό σουτ που θα ανοίξει χώρους στη ρακέτα για post ups ή κάθετο παιχνίδι. Ο ίδιος δε, μπορεί να πάρει μπάλες στην πλευρά για ένας εναντίον ενός παιχνίδι ή να αξιοποιήσει την ικανότητα του να κινείται κατά μήκος της τελικής γραμμής (baseline cuts). O Kουζμίνσκας δεν είναι σταρ, όμως στη παρούσα φάση η παρουσία του στο ρόστερ σε δεύτερο ρόλο, αποτελεί πολυτέλεια για τον Ολυμπιακό. Μένει να δούμε πως θα αντιδράσει ο Αλέξανδρος Βεζένκοφ πλέον στον πολύ ισχυρό εσωτερικό ανταγωνισμό. Πέρυσι ξεκίνησε με υποσχέσεις αλλά σταδιακά έμεινε πίσω στο rotation. Θα είναι σημαντικό να φέρει πάλι στο τραπέζι το στοιχείο που άλλοτε αποτελούσε το δυνατότερο του χαρτί. Αναφέρομαι στο περιφερειακό σουτ και τη stretch-ικανότητα του που τόσο θα διευκολύνει την low post δραστηριότητα των ψηλών της ομάδας.
Για τον Ολυμπιακό ξεκινάει μια αντικειμενικά δύσκολη χρονιά. Οι ασφαλιστικές δικλίδες που έδινε η παρουσία του ηγετικού διδύμου των Σπανούλη-Πρίντεζη δεν είναι πλέον (προϊόντος του χρόνου) το ίδιο ισχυρές και η ανάγκη του να βγουν νέα πρόσωπα μπροστά είναι πλέον επιτακτική. Σε αυτήν την κατεύθυνση οι ερυθρόλευκοι υπέγραψαν πέρυσι τον Ντέιβιντ Μπλατ ώστε αυτός, σταδιακά, να γίνει το νέο «πρόσωπο του οργανισμού» όμως και στην περίπτωση του τα δεδομένα είναι ρευστά για ευνόητους λόγους.
Ο Ολυμπιακός έχει προσθέσει στο ρόστερ του δεξιότητες που του έλειψαν πέρυσι, όμως το εγχείρημα της τοποθέτησης τους στην ίδια σελίδα μοιάζει εξαιρετικά αμφίβολο. Η απουσία ενός leading guard είναι σημαντική. Η καινούργια κατάσταση με την ύπαρξη ενός παιχνιδιού σε εβδομαδιαία βάση δίνει την ευκαιρία στην ομάδα να ετοιμαστεί καλύτερα τακτικά, έχοντας ως σύμμαχο το πλεονέκτημα μεγαλύτερων χρόνων για αποθεραπεία και ξεκούραση. Μένει να δούμε το πως θα λειτουργήσει στο «σώμα» των ερυθρολεύκων η στροφή σε ένα αγωνιστικό περιβάλλον πιο συμβατό με τη φιλοσοφία του κόουτς Μπλατ. Η σεζόν θα είναι μεγάλη. Και στην αφετηρία της οι ερυθρόλευκοι μοιάζουν να βρίσκονται μια ταχύτητα πίσω από τον σκληρό πυρήνα των διεκδικητών μιας εκ των προνομιούχων θέσεων της οχτάδας. Αυτή είναι βέβαια απλά η αίσθηση που υπάρχει. Η πραγματικότητα θα φανεί μόνο στον καθρέφτη του παρκέ…
Αυτά για την ώρα. Let the battle begin…
Υ.Γ: “Μίλησα γι’ αυτόν με τη Ρεάλ Μαδρίτης, με μια ιταλική ομάδα που παίζει στην EuroLeague (σ.σ. Αρμάνι) κι επίσης με την Μπόκα Τζούνιορς. Η Μπόκα τον θέλει πραγματικά και είναι η μόνη ομάδα από την Αργεντινή που έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον αλλά πρέπει να υπάρξει ταύτιση και σε οικονομικό επίπεδο . Σε κάθε περίπτωση, ο Σκόλα θα έχει τον τελευταίο λόγο». (ο ατζέντης του)
Ο Σκόλα δεν θα είναι ιδιαίτερα επιδραστικός σε αγωνιστικό επίπεδο εάν επιστρέψει στην EL με την έννοια ότι δεν είναι σούπερ-σταρ του παρελθόντος. Όμως η ομάδα που θα τον υπογράψει θα αγοράσει “νοοτροπία”και έναν άνθρωπο που μπορεί δείξει στους υπόλοιπους τι σημαίνει αφοσίωση και αγάπη για το άθλημα, με έναν τρόπο που στις ημέρες μας έχει μάλλον χαθεί.