Αλήθεια, γιατί «πέσαμε»; H πτώση της εθνικής μας ομάδας είναι και πάλι γεγονός και δεν προκαλεί καμία έκπληξη. To Παγκόσμιο Κύπελλο της Κίνας μπαίνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και το Hoopfellas επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα αυτού του τουρνουά για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα και την κατεύθυνση που παίρνει πλέον το παιχνίδι στο «παγκόσμιο γήπεδο»…
Μια ακόμα μεγάλη διεθνής διοργάνωση έλαβε τέλος δίνοντας το έναυσμα για την έναρξη της χειμερινής σεζόν. Οι Ισπανοί πάτησαν στη κορυφή του βάθρου για μια ακόμα φορά, πανάξια και με εμφατικό τρόπο κερδίζοντας την εντυπωσιακή Αργεντινή του Λουίς Σκόλα σε έναν τελικό όπου στο μάτι του ενός έλαμπε η αφοσίωση και στου άλλο ο υπολογισμός. Η Εθνική μας ομάδα έμεινε εκτός οχτάδας και πλέον θα κληθεί να περάσει τον σκόπελο του Προολυμπιακού για να δώσει το παρών στους Ολυμπιακούς του 2020. Η εξέλιξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου έδειξε και πάλι ότι για να προχωρήσεις χρειάζεσαι βάθος δουλειάς αλλά και τύχη. Όπως έχουμε πει στο παρελθόν…
«Ας μη ξεχνάμε, πριν προβούμε σε κρίσεις οι οποίες βασίζονται αποκλειστικά στο αποτέλεσμα, την ιδιαίτερη φύση αυτών των διοργανώσεων η οποία τροφοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τη δυναμική του παράγοντα “έκπληξη”. Πρόκειται για τουρνουά όπου, πέραν του τεχνικού κομματιού, οι ομάδες καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στον λογικό θετικισμό του Βιτγκεντστάιν και το ονειρικό ασυνείδητο του Φρόιντ. Καθόλου εύκολο»…
Πάμε να δούμε την κάρτα με τα εξειδικευμένα στατιστικά που έφτιαξε για την ανάρτηση μας το Newstats.eu τα οποία θα μας βοηθήσουν στην αξιολόγηση μας.
Στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 2017 είδαμε μια δυναμική, ασυνήθιστη ροπή προς το small ball σχολιάζοντας τότε ότι «ακόμα δεν είναι ασφαλές να μιλάμε για τάση» στις διοργανώσεις που διαχρονικά επιβράβευαν το μέγεθος και τα fundamentals. Aυτός ο νεοτερισμός βρήκε συνέχεια στο φετινό τουρνουά. Οι ομάδες δεν διστάζουν να χαμηλώσουν παρότι ακόμα το μέγεθος και οι παραδοσιακοί low post ψηλοί αποτελούν σημαντικό παράγοντα στο παιχνίδι. Η κατεύθυνση προς το small ball (απόρροια της παγκόσμιας τάσης που θέλει το παιχνίδι να παίζεται σε μεγαλύτερες ταχύτητες) κάνει ακόμα πιο εξέχουσα τη σημασία των σπουδαίων περιφερειακών, κλείνοντας όμως ακόμα πονηρά το μάτι στις ομάδες που διαθέτουν και έχουν τη γνώση να εκμεταλλευτούν έναν fundamental ψηλό. Η παρατήρηση αυτή αναφορικά με την αλλαγή στο αγωνιστικό περιβάλλον της FIBA, και το πώς αντιλαμβάνεται η κάθε χώρα/ομάδα την εξέλιξη σε συνάρτηση με το δυναμικό που διαθέτει, είναι κατά τη γνώμη μου ότι πιο ενδιαφέρον υπάρχει σε τέτοιες διοργανώσεις, εάν μπορούμε να κοιτάξουμε λίγο πέρα από τον δογματισμό που επιβάλλει στην κρίση το αποτέλεσμα. Οφείλω να σημειώσω δε, ότι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αγωνιστικά προτάσεις που κατατέθηκαν φέτος στα γήπεδα της Κίνας ήταν αυτή της Ν.Ζηλανδίας.
Όπως είπαμε μετά τον αποκλεισμό της TEAM USA από την ημιτελική φάση, αυτό το σύνολο δεν ήταν τόσο μακριά από το χρυσό. Έδωσε μια μάχη με τους Γάλλους η οποία κρίθηκε στις λεπτομέρειες. Εκτιμώ ότι, έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα και με τους Σέρβους εκτός, εάν οι Αμερικανοί έμεναν όρθιοι στον προημιτελικό θα έδιναν μια μεγάλη μάχη με τους Ισπανούς για τον τίτλο (πιθανόν με τον Τέιτουμ στο ρόστερ, τεράστια απώλεια). “Έπεσαν” όταν οι Γάλλοι με ρομποτική ακρίβεια και προσήλωση στόχευσαν τη πίσω γραμμή της άμυνας τους, στριφογυρνώντας το μαχαίρι στη πληγή αυτής της ομάδας. Ο Πόποβιτς είχε εξ αρχής πολύ δύσκολο έργο. Ήταν ο μόνος προπονητής που είχε στη διάθεση του δώδεκα παιδιά τα οποία έπαιζαν μαζί για πρώτη φορά σε επίπεδο FIBA και εξ ορισμού λίγο χρόνο για να τους βοηθήσει στην αποκωδικοποίηση των εντελώς καινούργιων δεδομένων. Προσωπικά διέγνωσα πολλά καλά στοιχεία στην TEAM USA. Είναι σαφές ότι δεν υπήρχε ο χρόνος για την κατασκευή μιας fundamental επίθεσης συνεργασίας για αυτό και πήγαν πολύ στη προσωπική φάση. Κυριάρχησαν στο κομμάτι του ριμπάουντ με ομαδική δουλειά ενώ το επίπεδο της άμυνας τους ήταν καλό (ελάχιστοι παίχτες μπορούσαν να ποστάρουν τα γκαρντ τους για αυτό και η εμπιστοσύνη του staff σε μονή άμυνα σε low post mismatches απέναντι στους Σμαρτ-Ουάιτ) και τα λάθη τους λίγα. Δεν μπόρεσαν να σουτάρουν καλά γιατί ο συνεκτικός ιστός της επίθεσης τους ήταν αδύναμος στο να υποστηρίξει τους πραγματικά καλούς σουτέρ του (Χάρις, Μίτσελ, Μίντλεντον). Η έλλειψη βετεράνων στην οποία είχαμε σταθεί τόσο, τους πλήγωσε ανεπανόρθωτα. Δεν είναι τυχαίο το πόσο σημαντικός ήταν ο Χάρισον Μπαρνς ως οντότητα στο παιχνίδι τους (ο Λάουρι θα βοηθούσε πολύ).
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η φετινή εμπειρία με το FIBA Basketball θα κάνει τους Αμερικανούς πιο «σοφούς» σχετικά με τι γίνεται στον «έξω κόσμο», αν και η ίδια τους η λίγκα τους είχε ήδη προειδοποιήσει. Ο Στερν είπε σωστά (με βάση τη λογική των NBAers) ότι με τους Ολυμπιακός στον ορίζοντα του χρόνου, κανείς από τους πρωτοκλασσάτους αθλητές δεν ήθελε να μπει σε μια διαδικασία δύο συνεχόμενων ετών με αγωνιστικές υποχρεώσεις, χωρίς διάλειμμα. Το θετικότερο δε για την TEAM USA είναι ότι βίωσε τη φετινή ήττα έχοντας στο τιμόνι της ανθρώπους όπως ο Πόποβιτς και ο Κερ οι οποίοι ξέρουν να την διαχειριστούν και μπορούν να διασφαλίσουν την ύπαρξη εκπαιδευτικού χαρακτήρα (σε όλα τα επίπεδα) από την όλη εμπειρία, με το βλέμμα στον άμεσο μέλλον.
Δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο για το ομαδικό performance των Σέρβων. Ο Γιόκιτς ήταν μπλαζέ και νωχελικός στη τελική ευθεία του τουρνουά ενώ στην απόδοση του πιο σημαντικού παίχτη αυτής της ομάδας (με την έννοια ότι μπορεί να επηρεάσει το παιχνίδι της τόσο πολύ σε διαφορετικούς τομείς και λειτουργεί σαν καταλύτης πίσω από τον Μπόγκνταν), του Νεμάνια Μπιέλιτσα, απεικονίστηκε τόσο έντονα αυτό το ψυχολογικό breakdown που βίωσαν οι Σέρβοι την ώρα της κρίσεως. Ο Γιόβιτς έκανε καλό τουρνουά (5.4 τελικές, Νο1 σε όρους plus-minus μεταξύ των συμπαιχτών, εξαιρετικός στον ρόλο του γκαρντ-οικονομίας) προσφέροντας αυτό το defense & playmaking πακέτο του ενώ το προσωπικό δράμα του Μίσιτς επηρέασε σημαντικά το κλίμα στο εσωτερικό.
Νομίζω πλέον καταλάβατε γιατί είχαμε χαρακτηρίσει ως «πολύ μεγάλη» την απώλεια του Τεόντοσιτς. Κάποιες παράμετροι -μη μετρήσιμες- που συνιστούν παράγοντες στο παιχνίδι δεν κατοικούν εντός των τεσσάρων γραμμών. Σίγουρα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία των Σέρβων φέρει ο κόουτς Τζόρτζεβιτς. Τα παιδιά του δεν ήταν πνευματικά έτοιμα, οι επιλογές του σε επίπεδο rotation (εμπιστοσύνη σε παίχτες χωρίς intangibles -Γκούντουριτς, Σιμόνοβιτς- σε κριτικές στιγμές, ειδικά ο πρώτος τεράστιο choking) αφήνουν πολλά πράγματα να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Η θητεία του αυτά τα έξι χρόνια κρίνεται σαφέστατα επιτυχημένη (καμία αμφιβολία περί τούτου) όμως ήρθε η ώρα της αλλαγής. Αυτή η γενιά πρέπει να πατήσει κάποια στιγμή στη κορυφή. Το σενάριο με την πρόσληψη του Κοκόσκοφ θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον εάν μπορούσε να προχωρήσει, πράγμα όμως μάλλον αδύνατον στη παρούσα φάση.
Αντίθετα οι Τσέχοι είναι μια τελείως διαφορετική περίπτωση. Όπως σας είπα, από το πρώτο ματς απέναντι στους Αμερικανούς, η γλώσσα του σώματος που επέδειξαν ακόμα και όταν το ματς είχε κριθεί, σε καθήλωνε. Ο …Σκότι Πίπεν είχε μπει στο σώμα του Σατοράνσκι ο οποίος έκανε ένα καταπληκτικό τουρνουά ως «μηχανοδηγός» των Τσέχων, ο Μπάλβιν ήταν εξαιρετικός (highlight ο τρόπος που κλείδωσε τον Βαρεζάο) ενώ στους Χρούμπαν, Άουντα και Μπόχατσικ αποτυπώθηκε η ανταγωνιστική φύση αυτής της ομάδας (ειδικά ο τελευταίος έκανε μεγάλο τουρνουά). Οι Τσέχοι (Νο1 σε ποσοστό ευστοχίας από το τρίποντο με 42.8%) του Ginzburg (έκτος χρόνος με την ομάδα) δείχνουν ότι έχουν δημιουργήσει ένα υπόβαθρο, βελτιώνοντας το παιχνίδι τους (ήταν έβδομοι το 2015, είχαν ένα κακό τουρνουά το 2017 αλλά επανήλθαν). Ήταν το πιο blended σύνολο συνδυάζοντας στοιχεία του δικού τους, ανατολικοευρωπαϊκού μπάσκετ με την ταχυδύναμη του σήμερα, παρουσιάζοντας μια ομάδα με άρτια μοιρασμένους ρόλους, καλό κοουτσάρισμα, συνοχή και πίστη. Well deserved.
Never too high, never too low…
Αν μη τι άλλο, ξεχωρίσαμε σίγουρα την προέλαση της πρωταθλήτριας Ισπανίας η οποία έκανε μια επίδειξη συνοχής, δεξιοτήτων και γνώσεως του να παίζεις και να κερδίζει στο ιδιαίτερο αγωνιστικό περιβάλλον της FIBA. Ο τρόπος που αναπτύσσονται οι Ίβηρες και εκτελούν υπό καθεστώς πίεσης ήταν για μια ακόμα φορά ενδεικτικός της κορυφαίας ποιότητας που κουβαλάει αυτό το πολύ σπουδαίο σύνολο. Ο δε συνδυασμός προσωπικότητας, χημείας, δεξιοτήτων και πνευματικής ετοιμότητας που τους χαρακτηρίζει δεν υπάρχει σε καμία άλλη ομάδα. Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στα ατομικά και ομαδικά στατιστικά τους ΕΔΩ.
Οι Αυστραλοί τους έσπρωξαν στον γκρεμό στα ημιτελικά και αυτοί γλιστρώντας, κρατήθηκαν με τα ακροδάχτυλα τους (άμυνα) χωρίς να πέσουν στο κενό, μέχρι να ισορροπήσουν για να πραγματοποιήσουν την τελική τους αντεπίθεση. Ο άξονας των Ρούμπιο-Γκασόλ αποτέλεσε το βαρύ σασί των Ισπανών οι οποίοι έσταζαν δηλητήριο στα ματς που η πίεση χτυπούσε κόκκινο. Παρότι δεν σούταραν καλά από το τρίποντο (31.7%), το υπόβαθρο των σουτέρ τους κρατούσε τις άμυνες απασχολημένες (ποιος θα τζογάρει με τον Γιούλ ή τον Ρούντι ακόμα και εάν αυτοί έχουν από 0/4 τρίποντα μέχρι εκείνη τη στιγμή…) εξασφαλίζοντας τα παραπάνω εκατοστά χώρου που απαιτούνταν για να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο επίθεσης. Αυτό τελικά ίσως είναι πιο σημαντικό και από το ίδιο το επιτυχημένο σουτ τριών πόντων. Ο Ρούμπιο παρέδωσε ένα σεμινάριο αναφορικά με το πώς πρέπει να παίζεται η θέση του PG στο σύγχρονο παιχνίδι της FIBA. Λιτός, απέριττος, ουσιαστικός, ακριβής σε επίπεδο αποφάσεων. Η ομάδα του Σκαριόλο είχε πολλές εναλλακτικές πηγές δημιουργίες στην επίθεση (διαφορετικά πρόσωπα από διαφορετικές θέσεις στο παρκέ), ισορροπημένη επίθεση, αλτρουισμό, αμυντικά fundamentals και τον two way-χαρακτήρα για να τελειώσει τη δουλειά όταν χρειάστηκε. Πανάξια πρωταθλήτρια.
Για τον Γιάννη και κατά προέκταση για όλη την ομάδα μας, το φετινό τουρνουά ήταν μια επίπονη αλλά συνάμα σημαντική εμπειρία. Πιστοποίησε (και πάλι) αυτό που όλοι όσοι έχουν πραγματική ενασχόληση με το συγκεκριμένο αγωνιστικό περιβάλλον ισχυρίζονταν. Οι ατομικοί τίτλοι και τα μετάλλια τιμής του ΝΒΑ δεν περνούν από το «τελωνείο» των διοργανώσεων της FIBA (και αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο το δικό μας παιδί αλλά πολλούς NBAers που διαχρονικά βρήκαν τοίχο το καλοκαίρι) εάν το skill set του εκάστοτε σταρ δεν μεταφράζεται ομαλά στο «παγκόσμιο γήπεδο». Το παιχνίδι είναι τελείως διαφορετικό, η αποκωδικοποίηση του δε, θέλει χρόνο και συνέχεια. Ο Γιάννης είναι αναμφίβολα ο MVP του ΝΒΑ. Ένα τεράστιο brand από μόνος του και ένας παίχτης που θα επηρεάσει σημαντικά το παιχνίδι της κορυφαίας λίγκας του πλανήτη τα επόμενα χρόνια. Όποιος κατανοεί τη σημασία της τελευταίας πρότασης μπορεί αυτόματα να συλλάβει και το μέγεθος του status του αθλητή. Αυτή είναι μια πραγματικότητα.
Από την άλλη πλευρά, όσοι διαβάζουν τη σελίδα μας τα τελευταία χρόνια νομίζω είχαν ήδη δημιουργήσει το κατάλληλο γνωσιολογικό υπόβαθρο ώστε να αναγνωρίσουν την ιδιαιτερότητα αυτού του αγωνιστικού περιβάλλοντος, όντας έτοιμοι για αυτό που ερχόταν. Ο Γιάννης, ακόμα και με τον τρόπο που παίζεται το άθλημα σε αυτές τις διοργανώσεις, απέχει από την επιθυμητή συμβατότητα που απαιτεί το FIBA Basketball ώστε να γίνει εντός αυτού γεγονός το maximize των δυνατοτήτων του. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι το ίδιο επιδραστικός όπως για παράδειγμα ο Νοβίτσκι. Το ίδιο το πλαίσιο του παιχνιδιού δεν του επιτρέπει να κυριαρχήσει όπως έκαναν στο παρελθόν αθλητές τύπου Τζινόμπιλι, Πάου Γκασόλ ή Στογιάκοβιτς . Ίσως όλη αυτή η μετατόπιση της φύσεως του παιχνιδιού σε αυτά τα τουρνουά να τον βοηθήσει στο μέλλον όμως με τα δεδομένα που ισχύουν εδώ και πολλά χρόνια αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι ο ηγέτης μας, οδηγώντας το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σε σπουδαίες πορείες στο μέλλον.
Αυτό λοιπόν που οφείλουμε να κάνουμε εμείς είναι να μεταφράσουμε σωστά τα προσόντα του στη συγκεκριμένη αγωνιστική πλατφόρμα με στόχο να πιστωθούμε ως σύνολο το μέγιστο από αυτόν. Είναι προφανές ότι στη Κίνα ως ομάδα δημιουργούσαμε περισσότερες παραγωγικές ευκαιρίες με τον Γιάννη στο παρκέ.
Ερευνώντας τη φύση των εκτελέσεων σε όλα τα παιχνίδια που διεξάγονται στα τελευταία διεθνή τουρνουά, βλέπουμε ότι το (σημαντικά) μεγαλύτερο ποσοστό αυτών αφορά contested shots. Για αυτό και η ικανότητα πολλών παιχτών του ΝΒΑ να ευστοχήσουν σε τέτοια σουτ συνιστά παράγοντα στις καλοκαιρινές διοργανώσεις. Η διαφορά άλλωστε στο κομμάτι της ατομικής βελτίωσης μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης είναι τεράστια (ένας λόγος που όσο εξελίσσεται το παιχνίδι ομάδες με πολλά παιδιά εκεί όπως η Ισπανία και η Γαλλία θα έχουν το επάνω χέρι συνδυάζοντας τη γνώση του περιβάλλοντος με την ατομική βελτίωση).
Σημείωση: Χαρακτηριστικό παράδειγμα επ’αυτού ο Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς ο οποίος έφυγε από την Ευρώπη ως ένας σπουδαίος σουτέρ και μετά από δύο χρόνια τριβής και επανάληψης, εκτελώντας απέναντι σε πιο ψηλούς και αθλητικούς αντιπάλους έχει ανέβει στο επίπεδο που βρίσκονταν οι Ναβάρο-Κάρολ (ελίτ σουτέρ σε παγκόσμια κλίματα) στα prime τους.
Η αποτελεσματικότητα στην εκτέλεση αυτών των contested shots είναι κάτι που απουσιάζει πλήρως διαχρονικά από την ελληνική ομάδα και σαφώς είναι ένα θέμα που έχει τις ρίζες του (όπως και αρκετά άλλα) στη παραγωγική μας διαδικασία. Παρ’όλα αυτά, με τον Γιάννη σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο καταφέραμε να παράγουμε αρκετά uncontested shots τα οποία βελτίωσαν το συνολικό ποσοστό μας. Στη δημιουργία αυτής της συνθήκης σαφέστατα έπαιξε ρόλο και ο τρόπος που μας αντιμετώπισαν οι άμυνες, δεδομένου του ότι ήμασταν μια ομάδα με ελάχιστο περιφερειακό firepower. Μια πιο προσεχτική ματιά όμως μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε ότι η παρουσία του Γιάννη, η οποία δημιούργησε μια κατάσταση συναγερμού στον άξονα της εκάστοτε άμυνας, παρήγαγε πολλές ευκαιρίες καλής περιφερειακής εκτέλεσης για την ελληνική ομάδα ασχέτως με το τελικό αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή ο ίδιος ο σταρ των Μπακς ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά βγάζοντας τη μπάλα από τα χέρια του αν και στο συγκεκριμένο κομμάτι οφείλουμε στο μέλλον να εστιάσουμε στον χρόνο της πάσας. Ο Γιάννης συνηθίζει να ανιχνεύει κατά τη διάρκεια της επαφής τη πιθανότητα του να σπάσει- επιτιθέμενος κυρίως με πρόσωπο- τη βοήθεια περνώντας προς το καλάθι γιατί πολύ απλά αυτή είναι η φύση του και αυτό του υπαγορεύουν τα προσόντα του, όμως ένα συστατικό της βελτίωσης μας στο μέλλον ίσως αφορά την προοπτική να μάθει να αξιολογεί και να πασάρει σε ορισμένες περιπτώσεις νωρίτερα, χρησιμοποιώντας το κάθετο παιχνίδι του ως «δόλωμα» (αρκεί να υπάρχουν οι προϋποθέσεις, βλέπε ανθρώπινο δυναμικό, για να τελειώσουν σωστά αυτές οι καταστάσεις-ευκαιρίες περιφερειακής εκτέλεσης).
Ο Γιάννης θα μάθει να διαβάζει καλύτερα αυτού του είδος το παιχνίδι εφόσον συνεχίσει να βρίσκεται στο πλευρό της Εθνικής. Η επανάληψη είναι ο καλύτερος σύμβουλος σε αυτές τις περιπτώσεις. Ίσως να μην είναι σε θέση να κυριαρχήσει όπως αναμένεται να κάνει ένας MVP του ΝΒΑ, όχι γιατί ο εκάστοτε πολυτιμότερος παίχτης της μεγάλης λίγκας δεν είναι σε θέση να το κάνει αλλά γιατί το skill set του δικού μας παιδιού (που τον βοηθάει να κάνει θραύση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού) προσδίδει στο παιχνίδι του έναν πιο εύκολα αναγνώσιμο χαρακτήρα στο περιβάλλον της FIBA. Εμείς, ως ομάδα, οφείλουμε να τον βοηθήσουμε εδώ προσφέροντας του μια αγωνιστική πλατφόρμα (στελέχωση γύρω του, τακτική σε επιθετικό και αμυντικό επίπεδο) η οποία θα δημιουργήσει μια πιο ευνοϊκή συνθήκη για όλους μας. Φέτος δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Γιατί αποτύχαμε;
Γιατί πολύ απλά δεν ήμασταν τόσο καλοί όσο μας παρουσίαζαν τα media και δεν εννοώ φυσικά μόνο τα ελληνικά. Το παιχνίδι μας δεν ήταν «εκεί». Είναι όμως η λέξη «αποτυχία» η πρέπουσα για ένα σύνολο που αντικειμενικά και με βάση τις δυνατότητες του παιχνιδιού του, κινήθηκε σχετικά κοντά σε αυτό για το οποίο είχε αξιολογηθεί; Ρεαλιστικά το ταβάνι για τη φετινή version της εθνικής μας ομάδας ήταν η πρόκριση στους «8». Εκεί ούτως ή άλλως θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε μια καλύτερη ομάδα (Γαλλία/Αυστραλία/Λιθουανία) ακουμπώντας τις πιθανότητες μας στη «μαγεία» της μιας βραδιάς που κρύβουν αυτά τα νοκ-άουτ παιχνίδια. Φτάσαμε κοντά στο στόχο μας αλλά δεν τα καταφέραμε. Γνωρίζαμε ότι έπρεπε να κερδίσουμε ένα πιθανότατα κλειστό ματς στον όμιλο με την Βραζιλία αλλά δυστυχώς ηττηθήκαμε παρουσιάζοντας πλήρη αδυναμία στο να αμυνθούμε στη πίσω γραμμή. Μιλώντας για την Ελλάδα και όλο το ιστορικό υπόβαθρο που κουβαλάει, ναι, είναι σαφέστατα αποτυχία το ότι δεν πιάσαμε τον μίνιμουμ στόχο.
Οι σημειώσεις μας:
Ένα μεγάλο πρόβλημα αφορούσε το γεγονός ότι ήμασταν πολύ στατικοί στο επιθετικό κομμάτι. Αυτό γίνεται συχνά (από πολλές ομάδες) από επιλογή, δεδομένου του ότι μπορείς να κατευθυνθείς στοχευμένα σε στατική επίθεση ή αντίθετα σε αυτό που ορίζουμε ως dynamic τρόπο ανάπτυξης (κίνηση μακριά από τη μπάλα), όμως στη δική μας περίπτωση δεν νομίζω ότι ισχύει κάτι τέτοιο.
Οι βασικοί άξονες της επίθεσης μας ήταν τα Post ups σε 4 out-1 in Formation για τους Γιάννη και Πρίντεζη και οι δράσεις με τις οποίες προσπαθήσαμε να βάλουμε τους main-ball handlers μας, Καλάθη και Σλούκα, με τη μπάλα στον άξονα ώστε να φτάσουν κατευθείαν μέχρι το καλάθι (drag screens στο transition). Στις Post up δράσεις προσθέσαμε αρκετά το strong side cut περισσότερο ως decoy και όχι για να το σημαδέψουμε πραγματικά. Με τον Σλούκα στο παρκέ (4.6 AST/0.8 TO, εντυπωσιακό νούμερο σε ένα κατά τα άλλο μέτριο τουρνουά για τον άσσο της Φενέρ που επέστρεψε τελευταία στιγμή από τραυματισμό) κινηθήκαμε αρκετά στη πλατφόρμα της 5-out με flat screen ψηλά ενώ με τον Καλάθη δουλέψαμε πολύ σε A-Set διάταξη (Horns screen ακριβώς για να μπει στον άξονα, Horns twist για να πετύχουμε καλύτερη γωνία στο screen απέναντι σε under αντιμετώπιση) με τον Γιάννη να παίρνει το γνωστό μας Elbow Get ώστε να στήσει μετά τη πρώτη πάσα PnR (στο High post) με το «5» ως ball handler. Κάπου εκεί βέβαια κατανοήσαμε ότι η τεχνική του «παραμαζώματος» δεν είναι τόσο αποτελεσματική στις γεμάτες traffic ρακέτες του FIBA Basketball…
Συνολικά ήμασταν στατικοί και ένας από τους βασικούς λόγους του προβλήματος ήταν το ότι ενώ με τη μπάλα σε side post καταστάσεις είχαμε ετοιμάσει off ball actions, η ένταση αυτών των δράσεων δεν ήταν αρκετή για να αλλάξει τους συσχετισμούς στην αντίπαλη άμυνα σε επίπεδο χώρων, ενώ την ίδια στιγμή το επίπεδο της επικοινωνίας μας δεν ήταν τέτοιο ώστε να σημαδέψουμε με ασφάλεια αυτές τις δράσεις μακριά από τη μπάλα βάζοντας μεγαλύτερη πίεση στον αντίπαλο ώστε να τις ελέγξει, κατάσταση που θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στον παίχτη μας στο post.
-Παρ’όλα αυτά, ο λόγος για τον οποίον «πέσαμε» στα γήπεδα της Κίνας εντοπίζεται στα μετόπισθεν και στην άμυνα η οποία αποτελεί διαχρονικά το «άρμα μάχης» αυτής της ομάδας. Σε αυτό το κομμάτι δυστυχώς παρουσιαστήκαμε αρκετά κατώτεροι των προσδοκιών. Παρότι είχαμε το υλικό δεν μπορέσαμε ποτέ να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο αμυντικής συνοχής που πιθανόν θα έκανε και τη διαφορά.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που βρισκόμασταν σε δύσκολη θέση, κάθε φορά που καλούμασταν να πάμε λίγο βαθύτερα σε επίπεδο αμυντικών συνεργασιών. Οι χρόνοι μας στα rotations ήταν μεγάλοι, το ίδιο και στα recovers μετά από βοήθεια. Η multi-forward lineup με τον Παπανικολάου στο «2» (πολύ κακό τουρνουά, από ένα σημείο και μετά παρότι είχε θέληση φαινόταν ότι απλά δεν του έβγαινε τίποτα) υποτίθεται ότι θα μας εξασφάλιζε πλεονέκτημα σε καταστάσεις switching όμως τελικά αυτό αποδείχθηκε αδύνατο σημείο για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα που πληγώθηκε (ειδικά στο παιχνίδι με τη Βραζιλία) ανεπανόρθωτα από την πίσω γραμμή άμυνας.
Το γεγονός ότι η ομαδική μας άμυνα απείχε από το επιθυμητό επίπεδο φάνηκε και όταν προσπαθήσαμε να απλωθούμε στο γήπεδο ενεργοποιώντας μορφές press. Γνωρίζοντας ότι έχεις ένα ρόστερ με τον Γιάννη, τον Καλάθη, αρκετά forwards και limited ικανότητα στο περιφερειακό σουτ, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι ξεκινώντας την προετοιμασία είναι το ότι οφείλεις να εισάγεις και να δουλέψεις σε βάθος τέτοιες μορφές άμυνας που σου επιτρέπουν να ανεβάσεις το τέμπο του ματς και να αυξήσεις την πιθανότητα λάθους στην επίθεση του αντιπάλου. Δυστυχώς το επίπεδο συνεργασιών της ομάδας και εδώ ήταν τουλάχιστον μέτριο. Φάνηκε μάλιστα στις στιγμές που ενεργοποιήσαμε τέτοιες άμυνες ότι παίζαμε περισσότερο με τη θέληση και την ενέργεια μας παρά με την πίστη μας ότι μπορούμε να κατευθύνουμε τη μπάλα εκεί που θέλουμε και σταδιακά να παράγουμε μεθοδικά το λάθος.
-Ενώ μετά από κάθε τέτοιο τουρνουά τα τελευταία χρόνια εστιάζουμε στη διαχρονική έλλειψη ικανότητας στη περιφερειακή εκτέλεση που χαρακτηρίζει την ομάδα και τη παραγωγική μας διαδικασία, φέτος νομίζω πως πρέπει να υπογραμμίσουμε την αδυναμία μας σε ένα άλλο κομμάτι, η οποία θα φαίνεται όλο και περισσότερο με τη κατεύθυνση που έχει πάρει το παιχνίδι σε αυτές τις διοργανώσεις. Αναφέρομαι στην έλλειψη παιχτών με 1on1 skills. Ειδικά στη περιφερειακή γραμμή αυτό το χαρακτηριστικό είναι προαπαιτούμενο. Είναι επίσης ένας από τους λόγους που ήμασταν μια από τις πλέον αδύναμες ομάδες στη close out επίθεση (η μόνη πραγματικά δυνατή άμυνα που με small ball παγίδευε το post και είχε παίχτες να εκτελούν hard runs στα close outs και όσο εξελίσσονταν οι περιστροφές, η TEAM USA, απλά μας “στραγγάλισε”).
Κάποια χρόνια πίσω, πριν δημιουργηθεί το Hoopfellas, συνεργαζόμουν με μια ισπανική εταιρεία υπηρεσιών scouting σε ομάδες της ACB όπου και καταπιανόμουν με τις μικρές ηλικίες (9-16 ετών). Είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω στην Ιβηρική και να παρακολουθήσω πολλά διαφορετικά προπονητικά προγράμματα και τεχνικές προπόνησης. Η κοινή συνισταμένη αφορούσε την έμφαση στη βελτίωση των παιδιών στο ένας εναντίον ενός στο οποίο αφιερωνόταν μεγάλο μέρος του χρόνου της προπόνησης (ειδικά στις μικρότερες ηλικίες). Είδα προπονητές να επιμένουν σε ειδικές ασκήσεις μικραίνοντας ασφυκτικά τα όρια του γηπέδου (πλάτος-μήκος: 3 επί δέκα) εντός των οποίων τα παιδιά έπαιζαν συνεχώς ένας εναντίον ενός έχοντας ο καθένας 7’’ στη διάθεση του ώστε να μάθουν να μη ξοδεύουν αχρείαστες ντρίμπλες που σκοτώνουν την επίθεση και να εκτελούν minimal χρόνο και χώρο. Άλλους που επέμεναν σε 1on1 μόνο με lay ups ή εκτέλεση (αποκλειστικά) εντός του «ζωγραφιστού. Δύο εναντίον δύο ασκήσεις με στόχευση στη Catch & Shoot βελτίωση ή τρεις εναντίον τριών για κίνηση μακριά από τη μπάλα. Υπήρχε στοχευμένα μια κοινή οπτική.
Αυτές οι 1on1 καταστάσεις ή το two man-game είναι πολύτιμα εργαλεία στο παιχνίδι της FIBA για ένα σύνολο που δεν έχει τον χρόνο να τελειοποιήσει plays μέσα από πολύμηνη επανάληψη. Είναι ένα κομμάτι στο οποίο υστερούμε σημαντικά και δυστυχώς μια αδυναμία που στο «παγκόσμιο γήπεδο» των καλοκαιρινών διοργανώσεων πλέον φαίνεται ξεκάθαρα. Είναι προφανές το που πρέπει να στρέψουμε το τιμόνι μας ως παραγωγική διαδικασία χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αποποιηθούμε τις αρχές που μας συνοδεύουν μέχρι σήμερα.
Ένα ακόμα διεθνές τουρνουά έλαβε τέλος λοιπόν. Όπως πάντα τα ερεθίσματα ήταν πολλά όπως και τα μηνύματα που οφείλουμε να αποκρυπτογραφήσουμε σχετικά με την κατεύθυνση του παιχνιδιού παγκοσμίως. Το επίπεδο του ανταγωνισμού συνολικά ήταν μέτριο ως είθισται στα FIBAWC, απόδειξη του γιατί το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα είναι η πιο δύσκολη διοργάνωση για να διακριθεί κανείς. Η Εθνική μας ομάδα δεν κατάφερε να πιάσει τους στόχους της παρατείνοντας αυτό το στείρο διάστημα των τελευταίων χρόνων. Ένα ακόμα προειδοποιητικό καμπανάκι χτύπησε ώστε να παρθούν αποφάσεις με το βλέμμα στο μέλλον και όχι απλά στο πρόσκαιρο κέρδος μιας ενδεχόμενης επιτυχίας. Εμείς με τη σειρά μας οφείλουμε να ονειρευόμαστε και κυρίως να απαιτούμε γιατί ο κίνδυνος της «συνήθειας» στην αποτυχία ελλοχεύει. Αυτό είναι το σημαντικό.
Ως γνωστόν, μην περιμένεις πολλά από ανθρώπους που συνήθισαν στα λίγα.
Καλό χειμώνα…
Υ.Γ: “Υπήρχαν διαφορετικά κριτήρια που σφύριζαν οι διαιτητές σε κάθε παιχνίδι. Σε άλλα παιχνίδια επιτράπηκε το σκληρό παιχνίδι σαν να είναι ράγκμπι ή χάντμπολ. Σε άλλα σφύριζαν κάθε επαφή. Γιατί να πρέπει να προσαρμοστεί ένας παίκτης σε κάθε ματς. Γιατί να μην υπάρχει μία κοινή φιλοσοφία; Γιατί να σφυρίζει τον αγώνα ένας διαιτητής παράδειγμα -και συγνώμη γι΄ αυτό- από τις Φιλιππίνες; Δεν έχει δουλέψει ποτέ σε αυτό το επίπεδο και κάνει πολλά λάθη – είτε επίτηδες είτε κατά λάθος. Όλοι μιλάνε για τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά αν κάποιος δεν σου δώσει 5-6 σφυρίγματα και χάσεις για λίγους πόντους, τότε θα νευριάσεις.
Είναι περίεργο αυτό που συνέβη (με το σύστημα διεξαγωγής). Ίσως να ήταν καλό για τις Φιλιππίνες, επειδή το μπάσκετ εκεί τραβάει εκατομμύρια κόσμο, αλλά καταστρέφει το ευρωπαϊκό μπάσκετ, το οποίο πιθανόν είναι το καλύτερο στον κόσμο».
Γιόνας Καζλάουσκας
Υ.Γ1: Με τον Μόερμαν να έρχεται από τραυματισμό και τον Ντάνστον να προσθέτει έναν ακόμα χρόνο στην πλάτη του, τι καλύτερο για την Αναντολού από την προσθήκη ενός σπουδαίου ριμπάουντερ, versatile αμυντικού που μπορεί καλύψει και τις δύο θέσεις της frontcourt; Έξυπνη κίνηση.