Φαίνεται ότι πολεμάμε και πάλι ένα αόρατο τείχος που υψώνεται κάθε φορά μπροστά μας σε ένα παιχνίδι νοκ-άουτ. Μοιάζει να ζούμε την ημέρα της μαρμότας πάλι και πάλι.. Κινδυνεύει να ποτίσει (αν δεν έχει συμβεί ήδη) πλέον στο DNA μας η κακή βραδιά στα ματς της μιας ανάσας; Πιθανόν. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια Η ανανεωμένη Εθνική μας ομάδα δε κατάφερε να σταθεί όρθια απέναντι σε ένα σύνολο το οποίο καθαρά σε όρους unit quality δεν υπερείχε όμως σίγουρα είχε το κάτι παραπάνω που απαιτούνταν για να κλείσει το ματς με επιτυχία. Σίγουρα αυτή η ήττα και κυρίως η εικόνα που παρουσιάσαμε συνολικά σε αυτό το ματς συνιστά αποτυχία για την ομάδα μας. Όμως νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να βλέπουμε με τα μάτια του Δον Κιχώτη. Χρειαζόμαστε μια καλή ένεση δυτικού πνεύματος ως προς τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος. Ας αφήσουμε τις μεταφυσικές καταστάσεις που ζούμε αυτές τις βραδιές τα τελευταία και ας ακολουθήσουμε τον ορθολογισμό αφού πρώτα ρίξουμε μια καλή ματιά στον καθρέφτη. Η ομάδα μας όντως μπαίνει σε αυτά τα παιχνίδια με το ενδεχόμενο του underperforming να διατηρείται συνεχώς ως υποβόσκουσα σκέψη στο υποσυνείδητο της. Όμως αυτό γίνεται γιατί νιώθει ότι κάτι της λείπει. Δεν έχει έχει αυτό το αίσθημα της απόλυτης πληρότητας που σου μεταδίδει τη σιγουριά για να παίξεις ένα τέτοιο ματς και να αντικρούσεις κάθε δυσκολία. Ένα αίσθημα που απορρέει από τη ποιότητα του συνόλου και το υπόβαθρο της δουλειάς σου. Είναι φανερό λοιπόν ότι πέρα από τις ψυχολογικές κορώνες και τα εμπόδια που μας ταβανιάζουν, μας λείπουν πράγματα για να νικήσουμε στο FIBA Basketball. Και αυτό το γεγονός είναι άμεσο συνδεδεμένο με τον τρόπο που δουλεύει η παραγωγική διαδικασία στη χώρα μας. Ορθολογισμός λοιπόν και ακολουθία μια γνωσιολογικής μεθόδου προσεγγίσεως του προβλήματος.. Πρέπει να εστιάσουμε στο πραγματικό πρόβλημα, να βρούμε τι φταίει και να δουλέψουμε με πολύ υπομονή για την επιστροφή της χώρας μας στην ελίτ αναθέτοντας στα πιο λαμπρά μπασκετικά μυαλά που διαθέτουμε το έργο αναδόμησης.
Η ψευδαίσθηση της Ευρωλίγκας και το σταυροδρόμι του αναπτυξιακού προγράμματος
Από αυτό εδώ το βήμα έχουμε εστιάσει πολλές φορές και σε βάθος στις ιδιαιτερότητες του μπάσκετ που παίζεται στα διεθνή τουρνουά και στη διαφορετικότητα του σε σχέση με το μπάσκετ της Ευρωλίγκας.
Μιλάμε για τουρνουά 10-15 ημερών στα οποία συμμετέχουν σύνολα τα οποία πρέπει να χτίσουν μέσα σε έναν μήνα δουλειάς το παιχνίδι τους και αυτό που θα παρουσιάσουν. Χρειάζεται γνώση του πλαισίου στο οποίο διεξάγονται αυτά τα παιχνίδια και πρακτικές λύσεις. Οι ομάδες σαφέστατα δεν είναι τόσο δουλεμένες όσο οι αντίστοιχες της Ευρωλίγκας, οι οποίες περνούν μήνες μαζί στο παρκέ, ούτε μπορούν να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο αυτοματισμών. Για αυτό και μετράει τόσο πολύ η μονάδα. Ο πραγματικά ποιοτικός παίχτης τον οποίον στην Ευρωλίγκα μπορείς να ματσάρεις με τη δύναμη ενός καλά δουλεμένου συνόλου όχι όμως στο FIBA Basketball με τις πολύ λιγότερες εργατοώρες. Για αυτό και οι ΝΒΑers μπορούν να αλλάξουν τις ισορροπίες σε τέτοια τουρνουά (χωρίς αυτό να είναι απαράβατος κανόνας). Παίχτες όπως για παράδειγμα ο Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς ή ο Γκαλινάρι οι οποίοι συνδυάζουν ποιότητα, δύναμη, superb 1 on 1 skills και μπορούν να σκοράρουν από κάθε σημείο του γηπέδου (ακόμα και πάνω σε άμυνα) είναι πολύ πιο επιδραστικοί στο μπάσκετ “του καλοκαιριού” από ότι σε αυτό της Ευρωλίγκας και των πιο ισχυρά ανεπτυγμένων ομαδικών μηχανισμών.
Η ελληνική μπασκετική βιομηχανία δουλεύει σε διαφορετική κατεύθυνση ως προς το κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας. Το πρότυπο της επιτυχίας των Παπαλουκά-Διαμαντίδη (με όλα όσα πρεσβεύουν αυτοί οι δύο σύγχρονοι θρύλοι για το μπάσκετ της χώρας μας) ανάγκασε τους υπεύθυνους να ακολουθήσουν συγκεκριμένες νόρμες στο αναπτυξιακό κομμάτι. Τα παιδιά που βγαίνουν από την ελληνική μήτρα φτιάχνονται λαμβάνοντας συγκεκριμένα εφόδια ώστε σε βάθος χρόνου να αποτελέσουν καλά fits που υποστηρίζουν (στο ανώτερο επίπεδο εξέλιξης) το μπάσκετ της Ευρωλίγκας (ή και της Α1) αλλά από την άλλη αποτελούν στη πλειοψηφία τους “υποστηρικτούς” παίχτες στα διεθνή τουρνουά. Είναι φανερό ότι μας λείπουν παίχτες με αυτές τις δεξιότητες, οι οποίες κάνουν τη διαφορά στο FIBA Basketball. Δε παράγουμε τέτοιους. Μη ξεχνάμε ότι ανοίξαμε σχετικά πρόσφατα της Αμερικής (σε επίπεδο σχολικού και επαγγελματικού αθλητισμού) όταν άλλες χώρες, ίσως λιγότερο προηγμένες μπασκετικά, το έχουν κάνει ήδη εδώ και χρόνια. Στις ΗΠΑ είναι δεδομένο ότι ένας παίχτης (ανεξάρτητα από τον ρόλο του ή τον χρόνο συμμετοχής) θα βελτιωθεί σε ατομικό επίπεδο πολύ περισσότερο από ότι στην Ευρώπη.
Ο βαρύς οπλισμός μας στις glory days ήταν η συνύπαρξη πολλών παιχτών με ισχυρό χαρακτήρα. Οι Παπαλουκάς και Διαμαντίδης (εστιάζω σε αυτά τα δύο ονόματα γιατί η τότε επιρροή τους σε μια εποχή που το ευρωπαϊκό μπάσκετ άλλαζε ήταν τεράστια και επαναλαμβάνω, συνειδητά ή ασυνείδητα υπέδειξε την κατεύθυνση σε αναπτυξιακό επίπεδο για τα επόμενα χρόνια) δεν ήταν ποτέ αυτό που λέμε pure talents. Εκμεταλλεύτηκαν τη συνύπαρξη τους χρονικά με έναν σπουδαίο πυρήνα παιχτών και κατάφεραν ν α προάγουν την εικόνα του αλτρουιστή ηγέτη, αυτού που αναδεικνύει τους συμπαίχτες του και αναδεικνύεται μέσα από το σύνολο. Είναι δεδομένο ότι δε θα ήταν το ίδιο αποτελεσματικοί ως αυτόφωτοι ηγέτες ενός μέτριου συνόλου, δεν ήταν αυτές άλλωστε οι δεξιότητες τους. Η παγίδα στην οποία ίσως έπεσε σε επίπεδο κατεύθυνσης το αναπτυξιακό πρόγραμμα είναι ότι οι δύο αυτοί αθλητές είναι πολύ unique περιπτώσεις, όχι τόσο σε επίπεδο δεξιοτήτων αλλά σε πνευματική κατάρτιση. Πρόκειται για τους δύο πιο οξυδερκείς αθλητές ίσως που είδε το ευρωπαϊκό μπάσκετ τα τελευταία χρόνια με μια μεταφυσική ικανότητα στο να αποφασίζουν υπό καθεστώς πίεσης. Και αυτό που δε μπορείς να προβλέψεις, οπότε και να βασίσεις ένα ολόκληρο πρόγραμμα πάνω, είναι ο χαρακτήρας του κάθε παιδιού που αναπτύσσεται μπασκετικά σε μια τέτοια διαδικασία. Μπορείς όμως να προβλέψεις τις δεξιότητες με βάση το πρόγραμμα σου. Το άνοιγμα της αμερικανικής πόρτας μας έχει βοηθήσει να βελτιώσουμε τα φυσικά/αθλητικά χαρακτηριστικά των παιδιών που απαρτίζουν την ομάδα μας. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε να παράγουμε πλέον εμείς σαν σχολή.. Η διάκριση σε συλλογικό ή εθνικό επίπεδο δεν είναι αυτοσκοπός, τουλάχιστον σε πρώτη φάση. Ο φωτεινός φάρος στο όλο εγχείρημα θα πρέπει να είναι το να ακολουθήσουμε την εξέλιξη του αθλήματος, καλλιεργώντας όσο το δυνατόν περισσότερα χαρακτηριστικά πάνω στη βάση των όσων πρεσβεύουν τώρα την εθνική μας ταυτότητα. Και να μην αφήσουμε τίποτα στη τύχη..
Μη μου δίνεις ψάρια να τρώω, μάθε με να ψαρεύω..
Το παγκόσμιο μπάσκετ διανύει την εποχή της ταχυδύναμης και της περιφερειακής εκτέλεσης, μια τάση η οποία τείνει να αφήσει το στίγμα της σε όλες τις λίγκες και μαζί στα διεθνή τουρνουά. Και εάν στο πρώτο κομμάτι η βελτίωση μας είναι σημαντική, στο δεύτερο υστερούμε απελπιστικά. Είναι μια κατάσταση που διαιωνίζεται χρόνια, πριν ακόμα από τη περίοδο των μεγάλων επιτυχιών. Κάτι ανάλογο με το πρόβλημα των Ρώσων που πηγάζει από την αδυναμία τους να βγάλουν πια σπουδαίους point guards. Το προολυμπιακό του Τορίνο και ο τραυματικός τρόπος με τον οποίον “έπεσε” η ομάδα μας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφορικά με το πρόβλημα μας. Η λύση δεν είναι φυσικά τα διαβατήρια. Οκ, θα μπορούσαμε να είχαμε δώσει ένα στον Τζέησι Κάρολ (πριν το κάνει το Αζερμπαϊτζάν) και να λύναμε το θέμα για 5 χρόνια. Έτσι όμως θα βλέπαμε το δέντρο και θα χάναμε το δάσος. Από τις πρώτες ημέρες λειτουργίας αυτής της σελίδας έχουμε υπογραμμίσει το πόσο σημαντική είναι η παρουσία σουτέρ στα διεθνή τουρνουά, σχολιάζοντας τότε τη ρήση του Βλάντε Ντίβατς (“σε αυτό το μπάσκετ χρειάζεσαι πραγματικούς σέντερ και σουτέρ” προβάλλοντας ως προς το timing της δήλωσης τον εαυτό του και τον υιό του Πέτζα..). Αυτή είναι η αλήθεια. Και αποδεικνύεται από το πόσο σημαντικοί είναι το καλοκαίρι παίχτες τύπου Σιμόν ή Σεϊμπούτις (ακόμα και ο Μαχμούτογλου πέρυσι) οι οποίοι σαφώς και δεν αποτελούν αστέρες στο μπάσκετ της Ευρωλίγκας έχουν όμως την ιδιοσυγκρασία του να σουτάρουν και να τιμωρήσουν άμυνες στο διεθνές επίπεδο. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα κομμάτι που πρέπει να εστιάσει η παραγωγική μας διαδικασία. Παίχτες οι οποίοι θα μπορούν να σπάσουν άμυνες στα δύο με το ballhandling και τη περιφερειακή τους εκτέλεση θα λάβουν εξέχουσα θέση στην ημέρα που ξημερώνει. Βασική διαφοροποίηση στη κατεύθυνση του αναπτυξιακού μας προγράμματος σε σχέση με το σήμερα θα πρέπει να είναι το να καλλιεργήσουμε πρώτα και μετέπειτα να εστιάσουμε και να ανεβάσουμε παιδιά που ξεχωρίζουν για αυτή τους την ικανότητα. Είμαστε σοκαριστικά πίσω εδώ αγνοώντας τον συναγερμό που έχει χτυπήσει πολλά χρόνια τώρα.
Ο κόουτς..
Ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζεται ένας λαός την επιτυχία ή την αποτυχία λέει πολλά για το πολιτισμικό του επίπεδο. Στην Ελλάδα μάλιστα η απόσταση από το ζενίθ στο ναδίρ είναι μικρότερο από οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Φώτης Κατσικάρης στο Hoopfellas “Είναι σημαντικό να μάθουμε σαν λαός που αγαπάμε πολύ το μπάσκετ, παθιαζόμαστε και συχνά ξεπερνάμε τα όρια και φθάνουμε σε (..) άγριες καταστάσεις (γέλια) να προβληματιζόμαστε διατηρώντας ένα επίπεδο..”
Ο κόουτς δε τα κατάφερε. Το ήθελε πολύ αλλά δε μπόρεσε. Και αυτό το fail θα τον στοιχειώνει για πολύ καιρό. Γνωρίζετε από πρώτο χέρι πως είμαι από αυτούς που τοποθετούν το κριτήριο της ποιότητας της δουλειάς και της διάρκειας σε πολλές περιπτώσεις πάνω από το αποτέλεσμα. Δυστυχώς στη περίπτωση του κόουτς Κατσικάρη το πρόσημο δε μπορεί να είναι θετικό γιατί τη χρονική περιόδου που ανέλαβε υπήρχε πίεση για επιστροφή στα καλά αποτελέσματα η οποία επισκίασε οτιδήποτε άλλο μιας και τα χρόνια ανομβρίας αυξάνονταν για ένα σύνολο που έδειχνε να αφήνει πίσω την εικόνα της ομάδας που ανήκει στη παγκόσμια ελίτ. Στη θητεία παρ’όλα αυτά θεωρώ ότι δουλέψαμε σωστά. Ανεβάσαμε το pace του παιχνιδιού μας χωρίς αυτό να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα μας στην άμυνα και μετά από καιρό παρουσιάσαμε κίνηση στην επίθεση μας απογαλακτιζόμενη από μια αυστηρά Pick & roll based λογική. Πέρυσι χάθηκε με την Ισπανία η μεγάλη ευκαιρία σε ένα ματς το οποίο θα είχε αλλάξει το ρου της ιστορίας για την ομάδα μας και τη θητεία του ίδιου του ομοσπονδιακού σε αυτή. Γενικά με τον Κατσικάρη το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα επιβεβαίωσε την επικρατούσα στο εξωτερικό άποψη του ότι “οι Έλληνες, ανεξαρτήτων προσώπων και απουσιών, παίζουν πάντα σωστό μπάσκετ με αρχές και είναι ανταγωνιστικοί” όμως το όλο θέμα μου θυμίζει λίγο ..Μέμφις Γκρίζλις. Πάντα εκεί, ανταγωνιστικοί, μακριά από την υπέρβαση όμως..
Φέτος, σε ένα τουρνουά ειδικών συνθηκών που συνδυάστηκε χρονικά με μια καινούργια εποχή για την ομάδα μας μετά την αποχώρηση πολύ σημαντικών φυσιογνωμιών, ο κόουτς επέλεξε να παρουσιάσει ένα φουτουριστικό (σίγουρα για τα δεδομένα μας) μπάσκετ. Με τη τελική μορφή που έδωσε ο ίδιος στο ρόστερ νομίζω δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν καν την προεπιλογή σας έχω γνωστοποιήσει τις σκέψεις μου και τις μετέπειτα διαφωνίες μου σε θέματα που αφορούν τη στελέχωση και ιδιαίτερα τη μη επιλογή των Παππά και Ντόρσεϊ, των οποίων τη συμμετοχή στη τελική δωδεκάδα έκρινα όχι απλά απαραίτητη αλλά ως ζωτικής σημασίας σε αυτό το σύνολο. Στη περίπτωση του Παππά βέβαια ο κόουτς φαίνεται να αποφάσισε να πορευτεί με ανθρώπους πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία του και με τους οποίους θα ένιωθε πιο άνετα. Είναι πολύ σημαντικό για έναν προπονητή αυτό. Άλλοι εκλέκτορες εμπιστεύονται περισσότερο την ικανότητα τους να διαχειριστούν ανθρώπους διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και να τους μετατρέψουν σε σημείο αναφοράς για το παιχνίδι τους. Είναι και αυτό σημαντικό προτέρημα. Ο κόουτς πίστεψε ότι δεν έχει τέτοια τύχη με τον συγκεκριμένο. Βασίστηκε επίσης στο σχήμα με τα τρία forwards στις ενδιάμεσες θέσεις κόβοντας τον Ντόρσεϊ (σημαντικό κεφάλαιο για την ομάδα ειδικά με τις ανάγκες που έχουμε αυτή τη στιγμή). Από το στυλ μπάσκετ που παρουσιάσαμε κρατάω τη θετική ανταπόκριση του διδύμου των forwards που ερχόταν από πίσω. Το motor του Θανάση είναι σπάνιο για ευρωπαϊκή ομάδα και σε αυτό το επίπεδο ενώ ο Παπαπέτρου εγκληματίστηκε άμεσα σε αυτό το στυλ μπάσκετ και σε συνδυασμό με την επίσης θετική παρουσία του Αγραβάνη έχουν βάλει τον Γιάννη Σφαιρόπουλο σε σοβαρές σκέψεις σχετικά με τη παραμονή και όχι τον δανεισμό του Μιλουτίνοβ. Είναι παιδιά που μπορούν να πλαισιώσουν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο στο μπάσκετ της ταχυδύναμης αλλά αυτό είναι το ένα σκέλος όπως σας είπα μιας και μας λείπει η περιφερειακή εκτέλεση.
Στο ματς με τη Κροατία το κακό μας ξεκίνημα λέει πολλά για το ψυχολογικό status με το οποίο μπήκε η ομάδα στο παιχνίδι. Περισσότερο εκβιάσαμε καταστάσεις λειτουργώντας ενστικτωδώς και όχι με τη λογική που πάντα χαρακτηρίζει το σύνολο μας, μοιάζοντας να παλεύουμε μια κακοδαιμονία που ακόμα δεν είχε κάνει την εμφάνιση της στη βραδιά αλλά τη περιμέναμε οι ίδιοι με σιγουριά. Επιστρέψαμε μέσα από την άμυνα μας αλλά σταματήσαμε να βλέπουμε τη πλάτη του αντιπάλου μας ήταν σαν να χάσαμε τον οδηγό μας. Πιάσαμε τη κορύφωση του ξεσπάσματος και σε εκείνο το σημείο ψάχναμε απεγνωσμένα έναν Ζήση/Σπανούλη για να το διαχειριστούμε παγιώνοντας σιγά σιγά το μικρό προβάδισμα αλλά κυρίως το πλεονέκτημα του μομέντουμ. Περίμενα να ρισκάρουμε περισσότερο (αν και για αυτή την ομάδα πλέον με αυτή τη μορφή, ρίσκο είναι το παιχνίδι μισού γηπέδου) με μια διαφορετική ίσως μορφή press (που δε έδινε transition 3s απέναντι σε αυτούς τους snipers απέναντι σε μια ομάδα με ουσιαστικά έναν γκαρντ (που μάλιστα δε λέγεται.. Πριγκιόνι). Στο τέλος καταλήξαμε να παίζουμε συνεχόμενα post ups με τον μόνο (!) αξιόλογο σουτέρ που έχει το ρόστερ (Περπέρογλου) ενώ η κλειστή άμυνα των Κροατών δεν άφησε περιθώρια δημιουργίας στον Μπουρούση (βασικός δημιουργός όταν στο “1” βρισκόταν ο Μάντζαρης, στοχευμένα ο Κατσικάρης τους έπαιζε μαζί στη second unit) μιας και απέκλειε κοψίματα κάθετα ή κατά μήκος της base line υποδεικνύοντας τη περιφερειακή εκτέλεση.
Αυτή η αίσθηση του “βλέπω το τραίνο να έρχεται κατά πάνω μου” πότισε για πρώτη φορά και τον κόουτς. Αυτό είναι ο βασικός λόγος της απογοήτευσης μου πάνω από προσωπικές του επιλογές που αφορούν είτε το ρόστερ (μετά το τέλος του τουρνουά ο καθένας Κατσιώνης μπορεί να το παίζει έξυπνος εκ του ασφαλούς άλλωστε) είτε το coaching. Στη τέταρτη περίοδο είχε “γράψει” αυτή ακριβώς η αίσθηση στο πρόσωπο του κόουτς.. Το να το δούμε εμείς δε λέει κάτι. Όμως το να το δουν οι παίχτες (ειδικά αυτοί οι νέοι παίχτες) τη στιγμή που όλα πηγαίνουν στραβά και ψάχνουν μια στιγμή σιγουριάς ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον πάγκο, λέει τα πάντα. Αυτό το μικρό τουρνουά (με τα παθήματα του Μεσίνα και του Κατσικάρη) αφήνει μάλιστα την αίσθηση ότι κέρδισε ο προπονητής που χωρίς να παρουσιάσει κάτι εξεζητημένο κατάφερε να μεταδώσει στους παίχτες του την αύρα ενός πολεμικού κλίματος..
Όπως είπε και ο ίδιος ο κόουτς Κατσικάρης, μετά από το Τορίνο μια νέα εποχή ανοίγει για αυτήν την ομάδα. Δεν είναι επικοινωνιακό, είναι σημαντικό. Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό συναισθημάτων πρέπει να δοθεί το σύνθημα. Ο Μπλατ κάποτε είχε εστιάσει τόσο πολύ σε εκείνο το κρύο βράδυ των προκριματικών στο Βέλγιο, όπου η σοκαριστική ήττα των Ρώσων αποτέλεσε την αφετηρία για τις σπουδαίες επιτυχίες που ακολούθησαν. Καμιά φορά είναι καλό να πιάνεις πάτο άλλωστε.. Αφήνεις την απογοήτευση να πλημμυρίσει κάθε εκατοστό του εγκεφάλου σου και την ύπαρξη σου την ίδια ακόμα και επιστρέφεις πιο δυνατός και αποφασισμένος από ποτέ. Αυτή η ομάδα θα σηκωθεί..
Υ.Γ: Τα δύο midrange πάνω σε άμυνα που βάζουν σε φάσεις-καρμπόν σε ημιτελικό και τελικό Μπογκντάνοβιτς και Σάριτς (με τα ματς να κρέμονται σε μια κλωστή) λένε τα πάντα για την ιστορία αυτού του τουρνουά. Αυτά τα σουτ δε τα είχαμε ούτε εμείς, ούτε οι Ιταλοί.. Πανάξιος MVP ο Σάριτς. Πολύ σταθερός σε όλα τα ματς, πραγματικό all around παιχνίδι δίπλα στον σταρ Μπογκντάνοβιτς και για πρώτη φορά σε αυτό το επίπεδο αξιοσημείωτο leadership. Για να δούμε τη συνέχεια..