Σε μια περίοδο όπου τα εξ ορισμού φαβορί της διοργάνωσης αρχίζουν να ανεβάζουν ρυθμούς, οι δύο “αιώνιοι” του ελληνικού μπάσκετ και οι προπονητές τους, στρέφονται στην υπεράσπιση των παλαιών αξιών του αθλήματος με αποκλειστικό στόχο να δημιουργήσουν μια “πραγματική ομάδα”. Το Hoopfellas αξιολογεί το status τους, λίγο πριν τις διπλές μάχες της εβδομάδας που διανύουμε…
Έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη να χρησιμοποιούμε τον όρο “Τελευταίος των Μοϊκανών” για κάποιον που υπερασπίζεται αξίες και ιδανικά τα οποία τείνουν να παρέλθουν ή σε πολλές περιπτώσεις έχουν ήδη εκλείψει. Είναι νομίζω ένα φαινόμενο που παρατηρείται και στο ευρωπαϊκό μπάσκετ τα τελευταία χρόνια και εν μέσω της παγκοσμιοποίησης που αυτό βιώνει. Οι δεξιότητες και η ατομική ποιότητα είναι -και θα είναι πάντα- η βάση. Τι γίνεται όμως με τον “αρχέγονο” ορισμό της ομάδας; Αλήθεια, πόσοι οργανισμοί χάνουν τον δρόμο τους στην off season προσπαθώντας να φέρουν “μαζί” όσο περισσότερο ταλέντο μπορούν, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα κανόνες και άγραφους νόμους που στοιχειοθετούν τον ορισμό του πραγματικού συνόλου, εντός και εκτός των τεσσάρων γραμμών.
Ίσως, σε μια εποχή “ισχνών αγελάδων” είναι η ανάγκη που σου δείχνει τον δρόμο. Ίσως και όχι. Ίσως τα δεδομένα απλά σε κάνουν να στραφείς στο παρελθόν, στις ρίζες και σε αυτά που σε έκαναν να αγαπήσεις αυτό το ομαδικό σπορ. Αυτή την κατεύθυνση φαίνεται πως έχουν επιλέξει και οι προπονητές των δύο “αιωνίων” στη φετινή τους διαδρομή, στοχεύοντας να συγκροτήσουν δύο πραγματικά σύνολα, στην προσπάθεια τους να ματσάρουν το υπέρτερο ταλέντο του ανταγωνισμού.
Εφόσον ο Μπόμπι Νάιτ έχει πει άλλωστε το μυθικό “δεν αγωνίζεσαι απέναντι στον αντίπαλο, αγωνίζεσαι ενάντια στο άθλημα του μπάσκετ”, μάλλον υπάρχει ελπίδα. Ας ανοίξουμε όμως τον φάκελο της αγωνιστικής που πέρασε…
ΣΕΦ
O Ολυμπιακός έφτασε στο 5-3 και τη νίκη σε ένα ματς που έκρυβε εξ αρχής κινδύνους και έδειχνε να στραβώνει από το ξεκίνημα. Το φάντασμα του περυσινού περάσματος της Άλμπα από το Φάληρο (η ομάδα του Ρενέσες «έγραψε» 2/2 στις επισκέψεις της στην Ελλάδα μάλιστα, κερδίζοντας και στο ΟΑΚΑ) έκανε νωρίς την εμφάνιση του στις βουβές κερκίδες του ΣΕΦ και η επιχείρηση-επιστροφής των γηπεδούχων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όπως έχουμε υπογραμμίσει πολλάκις δε στο παρελθόν, είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να φεύγεις από το παρκέ νικητής σε τέτοιες βραδιές, όπου για μεγάλο διάστημα βρίσκεσαι μακριά από τα αγωνιστικά standards του και έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με την επιγραφή «UPSET».
Πάμε να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο…
-Οι ερυθρόλευκοι είχαν διαβάσει σωστά τον αντίπαλο τους σε τακτικό επίπεδο όμως η εικόνα τους στο ξεκίνημα ήταν αποκαρδιωτική γιατί είχαν σημαντικό έλλειμμα ενέργειας, στατικότητα και συνολικά απογοητευτικό execution. απόρροια της νωχελικότητας και της απουσίας καθαρής σκέψης που οδηγούσε σε λάθη (8 στο πρώτο δεκάλεπτο) αποτρέποντας τους γηπεδούχους από να αποκτήσουν στοιχειώδη ροή στο παιχνίδι τους.
Η Άλμπα παρουσίασε ενεργητικά Hedge outs στα ball screens των βασικών δημιουργών του κόουτς Μπαρτζώκα (Σλούκας, Σπανούλης), παγιδεύοντας επιλεκτικά το low post ενώ παράλληλα εξέθεσε την απογοητευτική transition άμυνα των γηπεδούχων (κατά τη μεταφορά στο δεύτερο μισό επέστρεφαν συνεχώς πιο «βαθιά» από τις θέσεις που υπαγόρευε η ανάπτυξη του αντιπάλου, υπήρξε μια τάση να αναχαιτίσουν την πάσα στον ψηλό του άξονα η οποία παρήγαγε overhelping αν και συνολικά τα τρεξίματα των ερυθρολεύκων δεν ήταν καλά), δίνοντας ελεύθερα σουτ ή close out-ευκαιρίες σε μια ομάδα που ξέρει να τις εκμεταλλεύεται.
Το performance του Κώστα Σλούκα σε αυτό το διάστημα αποτέλεσε σημαντικό μέρος του προβλήματος. Ο διεθνής PG αδυνατούσε να δημιουργήσει πλεονέκτημα στο 1on1 (είτε απέναντι στον Γκρέιντζερ είτε σε mismatch μετά από αλλαγή) και η επίθεση του Ολυμπιακού αναλώθηκε σε έναν προβλέψιμο κύκλο επαναλήψεων στόχευσης της weak side, τάση την οποία διάβασε η άμυνα των Γερμανών τοποθετώντας τους γηπεδούχους στο αδιέξοδο της στατικότητας.
Σημείωση: O Oλυμπιακός δεν διαθέτει παίχτες με elite ικανότητα στην προσωπική φάση στο backcourt, ούτε τον dominant ψηλό που θα συγκεντρώσει επάνω του βοήθειες (αυτά τα στοιχεία έχουν επηρεάσει τους δείκτες της ομάδας στην περιφερειακή εκτέλεση) και βασίζεται πολύ στις συνεργασίες για να μετακινήσει την αντίπαλη άμυνα και να παράγει με αποτελεσματικότητα. Η πρόγνωση λοιπόν λέει ότι θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπος με την «ασθένεια» της στατικότητας, γνωρίζοντας ότι οφείλει να διαφοροποιήσει τον τρόπο ανάπτυξης του στο δρόμο για τη λύση.
Ο Βασίλης Σπανούλης (6 τελικές πάσες σε λιγότερα από 14’) ήταν αυτός που «σόκαρε» θετικά με την παρουσία του το επιθετικό πλαίσιο των ερυθρολεύκων. Με αυτόν ως κυρίως δημιουργό, η άμυνα της Άλμπα άρχισε να αισθάνεται περισσότερο τους γηπεδούχους. Ο Σπανούλης κατά τη προσφιλή του (διαχρονικά) συνήθεια, άλλαξε τις αποστάσεις και μαζί μεγάλωσε τις γραμμές πάσας απέναντι στη Hard Hedge αντιμετώπιση των Βερολινέζων, ντριμπλάροντας (πολύ στοχευμένα) ανοιχτά μέχρι τη sideline μετά το screen που του γινόταν. Αυτή η επιλογή ήταν ένα πρώτο βήμα που εξασφάλισε παιχνίδι με παίχτη παραπάνω στους γηπεδούχους από τη στιγμή που έφευγε η μπάλα από τα χέρια του αρχηγού. Δεν παρήγαγε πολύ σε πρώτη φάση αλλά αφαίρεσε το αίσθημα της ισορροπίας και άλλαξε το mindset στα μετόπισθεν του αντιπάλου.
Το «τρίτο πρόσωπο»
Ο Ολυμπιακός παρουσίασε ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο στο δεύτερο ημίχρονο, χτίζοντας επάνω στη βάση των defensive stops που είχε δώσει στην επίθεση της Άλμπα από το δεύτερο δεκάλεπτο (εκεί «φρέναρε» την παραγωγική δραστηριότητα των Γερμανών αλλά δεν μπορούσε να επιστρέψει γιατί δεν είχε το firepower).
Oυσιαστικά, οι ερυθρόλευκοι δεν διαφοροποίησαν τη τακτική τους προσέγγιση αλλά βρήκαν (επιτέλους) το όχημα για να τη «τρέξουν» όπως είχαν σχεδιάσει. Ο Ολυμπιακός εξ αρχής ήθελε να πιέσει τον αντίπαλο σε απόσταση μιας πάσας ώστε να τον εξαναγκάσει να πάει σε καταστάσεις προσωπικής φάσης οι οποίες δεν ανήκουν στα δυνατά του σημεία.
Σημείωση: H Άλμπα του Ρενέσες βασίζεται πολύ στις συνεργασίες, ενισχύοντας τις δράσεις στη μπάλα με fundamental κίνηση μακριά από αυτή σε βαθμό μεγαλύτερο από κάθε άλλη ομάδα ίσως στη διοργάνωση. Προσπαθεί ακόμα να χτίσει την επίθεση της η οποία είναι μακριά από τους επιθυμητούς δείκτες μέχρι σήμερα και αυτός είναι ο λόγος που (ένα “επιθετικού προσανατολισμού” σύνολο) δεν δυσκολεύεται να αποδώσει καλό μπάσκετ στο ξεκίνημα της σεζόν. Η λογική (Ρενέσες γαρ) λέει ότι σταδιακά θα το πετύχει. Και επίσης ότι αυτό το ωραίο στο μάτι-στυλ παιχνιδιού της, δεν θα την αποτρέψει από τις συχνές αυξομειώσεις («βουτιές» όχι αστεία) στην απόδοση της εντός του σαρανταλέπτου, τις οποίες υπογραμμίσαμε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ως παράγωγο αυτής της «παίζω στην ίδια ταχύτητα» φιλοσοφίας.
Ο Ολυμπιακός στην επανάληψη παρουσίασε μια υψηλού επιπέδου άμυνα, βασιζόμενος ακριβώς σε αυτή του την επιλογή (να παίξει ουσιαστικά deny σε κάθε παίχτη που βρισκόταν σε απόσταση μιας πάσας από τη μπάλα). Το σχήμα με τον Jean Charles στη θέση «5» (βοήθησε και η φύση των ψηλών των Γερμανών) έδωσε ένα πολύτιμο +15, με τον Γάλλο να είναι εξαιρετικός, πατώντας στη ταχύτητα του in space. Ο κόουτς Μπαρτζώκας θέλησε να ανεβάσει ψηλά την πίσω γραμμή άμυνας της Άλμπα, τρέχοντας δράσεις στο πλαίσιο της 4-1 High ή της 5-out διάταξης (χρησιμοποιήθηκε ως εισαγωγική πλατφόρμα για να μπει η ομάδα σε απλό High PnR ή Spain PnR) ώστε να εκμεταλλευτεί ακριβώς τους χώρους κοντά στο καλάθι και το dive του Jean Charles (ή το κάθετο παιχνίδι του Μακίσικ).
Σε αυτή την προσπάθεια αντεπίθεσης , ο Κώστας Παπανικολάου ήταν το «τρίτο πρόσωπο» σε ορισμένες σημαντικές δράσεις και στις δύο πλευρές του παρκέ. Κάλυψε πλήρως το ρολάρισμα του ψηλού της Άλμπα ως τρίτος παίχτης στη τελική (αυτός που ελέγχει την επιθετικότητα του roller μέχρι το recover του ερυθρόλευκου συμπαίχτη του) και παράλληλα αποτέλεσε το σκαλοπάτι για την εισαγωγή της μπάλας στο ζωγραφιστό όταν η μπάλα έφευγε από τα χέρια του main ball handler, σπάζοντας με ασφάλεια το Hard Hedge των φιλοξενούμενων και εξασφαλίζοντας πιο καθαρή γραμμή πάσας για τον ψηλό του Ολυμπιακού στην καρδιά του ζωγραφιστού. Ο Παπανικολάου ήταν πολύ καλός στα μετόπισθεν, πρωτοστατώντας μαζί με τον Μακίσικ στη παραγωγή «Defense to Offense» καταστάσεων στο παιχνίδι των γηπεδούχων, οι οποίες και έδωσαν την έξτρα παραγωγική ώθηση που χρειαζόταν η ομάδα για να φτάσει στη νίκη.
Ο Αμερικανός από το Σιάτλ ήταν αυτός που ευθύνεται για την αλλαγή των συσχετισμών στο παρκέ στη διάρκεια της επανάληψης. Ο συνδυασμός του πολύ καλού πρώτου βήματος με το δυνατό τελευταίο πάτημα και την ικανότητα του να γλιστράει βαθιά (μπροστά από το σώμα του αντιπάλου) πριν από αυτό, του δίνει μεγάλο πλεονέκτημα σε φάσεις που εν τη γενέσει τους μοιάζουν ευανάγνωστες.
Είναι σημαντικό δε να σημειώσουμε την επιλογή του κόουτς Μπαρτζώκα να στρατολογεί ως μεταφορείς της μπάλας στο δεύτερο μισό τους πλάγιους παίχτες του (Παπανικολάου, Μακίσικ και τον κόμπο Τζένκινς που ούτος ή άλλως ήρθε για να έχει τέτοιο ρόλο) για να αποσυμπιέσεις τους Σλούκα-Σπανούλη (συχνά αποτελούν μέρος των wings exchange δράσεων που τρέχει η ερυθρόλευκοι επίθεση, ξεκινώντας από τη τελική γραμμή). Ο Μακίσικ είναι σημαντικό κομμάτι της ανάπτυξης των ερυθρολεύκων, έχοντας αναλάβει μέρος της δημιουργικής ευθύνης και αυτό είναι ένα στοιχείο πραγματικά άξιο σχολιασμού γιατί δυνητικά μπορεί να αυξήσει το versatility της επιθετικής έκφρασης του Ολυμπιακού. Ο πρώην G/F του Αριζόνα Στέιτ μετράει 2.6 τελικές για 1.3 λάθη μέχρι τώρα στη σεζόν.
Η τελευταία δυνατή τακτικά παρτίδα παίχτηκε όταν διακυβευόταν το τιμόνι του ματς στο Φάληρο. Ο Ολυμπιακός έσφιγγε υποδειγματικά τον κλοιό γύρω από τους δημιουργικούς πόλους της Άλμπα με «άρνηση» και αλλαγές ειδικά στη τελική ευθεία των επιθέσεων. Όμως αυτή του η στρατηγική είχε ως αδύναμο σημείο το mismatch στην πίσω γραμμή άμυνας όπου ένας περιφερειακός προσπαθούσε με single coverage (ώστε να μη μπουν στο ματς οι σουτέρ των Γερμανών) να τα βγάλει πέρα. Ο Ρενέσες το διάβασε, στέλνοντας τη μπάλα στον εξαιρετικό Γκιφάι (πολύ δουλειά από τον πρώην shooting wing των Huskies και στις τρεις ενδιάμεσες θέσεις) στο low post. O Μπαρτζώκας απάντησε στέλνοντας εκεί τον Τζένκινς και την 4/4 physical άμυνα του, η Άλμπα απαντούσε αλλάζοντας πρόσωπο ως low post δημιουργό (Γκρέιντζερ-Σίκμα) και δράση για να βάλει τη μπάλα εκεί (cross screens, Horns) υποστηρίζοντας τη διαδικασία με το midrange του Lammers από το High post. Ο Ολυμπιακός εκεί ανταποκρίθηκε στην πρόκληση έχοντας ως σύμμαχο την επίθεση του. Credit για ακόμα μια φορά στον εξαιρετικό Βεζένκοφ ο οποίος (γνωρίζαμε ότι είναι ικανότατος σκόρερ και ριμπάουντερ) χτίζει επάνω στην περυσινή βελτίωση που επέδειξε στα μετόπισθεν.
Εν κατακλείδι ήταν μια σημαντική νίκη για τον Ολυμπιακό σε μια αναμέτρηση της οποίας το υπόβαθρο «φώναζε» πως κρύβει κινδύνους. Είναι πολύ θετικό ότι η ομάδα έχει εστιάσει στην παράμετρο που είχαμε υπογραμμίσει από αυτό εδώ το βήμα πριν ξεκινήσει η σεζόν. Στο να ανεβάσει σε πρώτο ρόλο νέα πρόσωπα, μοιράζοντας τους ευθύνες, ώστε το παιχνίδι του συνόλου να «απαιτήσει» μόνο συγκεκριμένα, τα δυνατά, σημεία των παιχτών της παλαιάς φρουράς. Η αμυντική επίδοση της ομάδας (σε καλό επίπεδο μέχρι τώρα) και η συμμετοχή πολλών προσώπων στην παραγωγική διαδικασία έχουν δημιουργήσει μια πολύ καλή βάση. Όμως θεωρώ δεδομένο ότι ο Ολυμπιακός όσο τρέχει η χρονιά, θα χρειαστεί να έξτρα στοιχείο (πρόσωπο/δεξιότητα, τακτική προσαρμογή) ώστε να δώσει μια ώθηση στην επίθεση του. Ίσως αυτή η ανάγκη να μην είναι τόσο προφανής ακόμα που τα ξίφη των υπόλοιπων επιθέσεων της διοργάνωσης δεν είναι «ακονισμένα» λόγω της ειδικής συνθήκης αυτής της χρονιάς, όμως αργά ή γρήγορα θα κάνει την εμφάνιση της στο τραπέζι…
ΟΑΚΑ
Ο Παναθηναϊκός έκανε μια εξαιρετική προσπάθεια την Παρασκευή το βράδυ απέναντι στην Αναντολού, μετρώντας τις δυνάμεις του κόντρα σε ελίτ ανταγωνισμό. Οι πράσινοι ήταν διαβασμένοι σε τακτικό επίπεδο, βγήκαν από την αρχή στο γήπεδο για να παίξουν επιθετικά όμως –χωρίς τον Νεμάνια Νέντοβιτς- δεν είχαν το επιθετικό firepower για να κρατηθούν μπροστά (ή να επιστρέψουν στο τιμόνι όταν η μηχανή της Αναντολού άρχισε να δουλεύει) και να κλείσουν επιτυχώς το ματς. Οι Τούρκοι είχαν επίσης σοβαρές απουσίες (Larkin, Dunston, Beaubois με το ξεκίνημα) όμως έχουν μάθει να αντιπαρέρχονται χωρίς να αλλοιώνεται ο αγωνιστικός τους χαρακτήρας. Πέρυσι άλλωστε έκαναν πλάκα στον ανταγωνισμό παίζοντας χωρίς Micic ή Larkin και με τον Dunston απόντα, δείγμα της δυναμικής του συνόλου ανεξαρτήτων απουσιών. Ο Παναθηναϊκός (πέραν της διαφοράς ποιοτικού βάθους σε επίπεδο μονάδων) θέλει φτάσει «εκεί» κάποια στιγμή. Δεν είναι ακόμα όμως. Σίγουρα βρίσκεται σε καλό δρόμο αλλά χρειάζεται συνέπεια και συνέχεια.
Πάμε όμως να κατέβουμε στο παρκέ του ΟΑΚΑ και να αξιολογήσουμε τα όσα είδαμε…
-Φιλτράροντας το effort που κατέθεσε το «τριφύλλι» στην αναμέτρηση της Παρασκευής και τον τρόπο που κύλησε ο αγώνας, μπορούμε να πούμε ότι όντως οι γηπεδούχοι θα είχαν καλή τύχη να φύγουν νικητές εάν ο Νέντοβιτς βρισκόταν στο παρκέ απέναντι στην (επίσης ελλιπή) Αναντολού. Αυτό βέβαια είναι απλά μια προσωπική αίσθηση η οποία δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία. Απλά την παραθέτω για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το impact του Σέρβου σε συνάρτηση με τον πληθωρικό του ρόλο στο φετινό ρόστερ.
Ο Νέντοβιτς δεν είναι μόνο ο πιο ταλαντούχος παίχτης ή ο σταρ αυτού του συνόλου. Είναι επίσης αυτός που φέρνει το απρόβλεπτο της προσωπικής φάσης (ξεκολλώντας την επίθεση όταν η άμυνα δείχνει να έχει προσαρμοστεί στα όπλα της), ένας από τους κυρίως δημιουργούς (σε ένα ρόστερ που δεν διαθέτει αρκετούς τέτοιους) και ο καλύτερος σουτέρ των πρασίνων επάνω στον οποίο ακουμπούν πολλές shooting actions (και off screen-καταστάσεις) του επιθετικού τους playbook.
Γίνεται κατανοητό ότι ο «φόρτος εργασίας» του Ιωάννη Παπαπέτρου ήταν μεγάλος.
Πραγματικά μεγάλος όμως.
Σε ένα σύνολο που στερείται ενός pure off screen-shooter και παράλληλα ενός advanced playmaker στην περιφερειακή γραμμή, ο Παπαπέτρου καλείται να βγει μπροστά, διαχειριζόμενος έναν μεγάλο όγκο αποφάσεων με τη μπάλα στα χέρια. Προσωπικά εκτιμώ ότι η βελτίωση του είναι αξιοθαύμαστη στο κομμάτι της δημιουργίας και του decision making υπό καθεστώς πίεσης. Αυτή το καινούργιο καθεστώς, μειώνει δραστικά της ευκαιρίες spot shooting που είχε για παράδειγμα πέρυσι δίπλα στον Καλάθη ενώ τον αναγκάζει σε ουκ ολίγες περιπτώσεις να εκτελέσει δράσεις οι οποίες είναι ακόμα υπό κατασκευή στο παιχνίδι του (pindown 3s), εξ ου και η απεικόνιση στο ποσοστό της περιφερειακής του εκτέλεσης.
Ο Παναθηναϊκός μπαίνοντας στο ματς, είχε ως βασικό στόχο στην επίθεση του το να βάλει τον Παπαπέτρου στον άξονα (με δεξιά ντρίμπλα) μέσα από side line PnR δράσεις, στην αριστερή πλευρά του γηπέδου. Κάθε φορά ο κόουτς Βόβορας άλλαζε το εισαγωγικό πλαίσιο, ώστε η κατεύθυνση προς αυτή τη τελική συνεργασία να μην είναι ευανάγνωστη για την αντίπαλη άμυνα. Είδαμε λοιπόν (κυρίως εντός της πλατφόρμας του 5-out) τον Παπαπέτρου να τρέχει side picks ξεκινώντας ως screener για UCLA Cut στον άξονα. Να τρέχει την ίδια δράση μετά από Hand Off. Να δίνει zipper στον Μήτογλου μπαίνοντας πάλι ως screener σε UCLA Cut. Ή να δέχεται pindown το οποίο ακολουθούσε δικό του curling πάλι με τον ίδιο στόχο (εισαγωγή στον άξονα με τη μπάλα στο καλό του χέρι). Στις περισσότερες περιπτώσεις ο Παπαγιάννης ήταν ο παρτενέρ του σε μια 2on2 απομόνωση στην πλευρά, με τους άλλους τρεις συμπαίχτες τους να παίρνουν τις θέσεις τους στη weak side. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ελπιδοφόρο.
Στην επανάληψη ο κόουτς ακούμπησε και πάλι στον αρχηγό του, αλλάζοντας προσέγγιση. Έδωσε shuffle screens στον διεθνή φόργουορντ, στέλνοντας τον στο low post (απέναντι στον Σιμόν) εντός μιας 4 out- 1 in διάταξης. Ο Παπαπέτρου είχε 4 τελικές πάσες, πολλές σωστές μεταβιβάσεις που ξεδίπλωσαν το κουβάρι της επίθεσης, κανένα λάθος αλλά και μόλις 1/6 τρίποντα, κάποια από αυτά τραβηγμένα.
Κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα πάντα, μπορούμε να σημειώσουμε ότι ο 26χρονος φόργουορντ θα βιώσει φέτος (ειδικά σε αυτούς τους πρώτους μήνες της σεζόν) μια διαδικασία έντονων ζυμώσεων. Είναι ο μόνος τρόπος για να εξερευνήσει το ταλέντο που διαθέτει σε όλο το φάσμα του και εν τέλει να αναπτύξει το status του ως παίχτης. Είναι στην περίοδο της μετάβασης. Ίσως (σε όρους περιφερειακής εκτέλεσης μέχρι τώρα)κάποιες βραδιές «είναι άσχημο, μέχρι να γίνει καλύτερο» όμως η γνώμη μου είναι ότι ο παίχτης ανταποκρίνεται στην πρόκληση. Αυτό θα πάει καλά.
Η μαγεία του Σάβου στο παιχνίδι του Vasilije Micic
-Οι πράσινοι δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν τον σπουδαίο Vasilije Micic, ο οποίος ήταν ο παίκτης που έγειρε τη πλάστιγγα στην αναμέτρηση της Παρασκευής (μαζί με τον Μπαλμπάι που άλλαξε το μομέντουμ), όντας ουσιαστικά ασταμάτητος. Ήταν μια σπουδαία βραδιά για τον Σέρβο πόιντ γκαρντ που αναγκάστηκε να λειτουργήσει περισσότερο ως σκόρερ, με τη μαγεία του Σάβου να αναβλύζει από το παιχνίδι του θυμίζοντας θρυλικές μορφές του «Γιούγκο» παρελθόντος με τον computerized αγωνιστικό του χαρακτήρα.
Ο Παναθηναϊκός δοκίμασε διάφορες αμυντικές τακτικές για να αποτρέψει την επίθεση των Τούρκων από το να βρει δημιουργία, εστιάζοντας στους αντίστοιχους πόλους της. Παρέταξε μέγεθος απέναντι στους Simon ( Παπαπέτρου) και Micic (Sant-Roos) ώστε να έχει switchability στις ball screen-δράσεις τους, υπαγορεύοντας τους να ακολουθήσουν τον δρόμο της εκτέλεσης ή της εισαγωγικής πάσας σε στατικό 1on1 στο «ζωγραφιστό». Eπέλεξε Drop (Step Back-Fight Through) προσέγγιση στο Spread PnR του Σέρβου. ΙCE με τον Sant-Roos. O Κουβανός (είχε 6 τελικές για 0 λάθη) δυστυχώς δεν μπόρεσε να σταθεί απέναντι του. Ακόμα και στις περιπτώσεις που όφειλε να τον κρατήσει στην πλευρά (ICE), ο Micic με το μέγεθος, την οξυδέρκεια και το υποδειγματικό ball handling του (ποικιλία ντρίμπλας, στοχευμένη κίνηση), περνούσε «από μέσα του», πηγαίνοντας όπου αυτός ήθελε στο παρκέ, καταρρακώνοντας το ηθικό του Sant-Roos από ένα σημείο και μετά (όλοι καταλάβαμε πόσο διαφορετικό είναι να έχεις έναν απλά πολύ καλό περιφερειακό αμυντικό στο ρόστερ από το να έχεις τον Νικ Καλάθη).
Στην πραγματικότητα βέβαια , μεγάλο μερίδιο για τη δραστηριότητα του Σέρβου φέρει η πίσω γραμμή άμυνας των πρασίνων που συχνά (ανεβαίνοντας λίγο πιο ψηλά) είχε λάθος τοποθετήσεις, εμφανίζοντας στιγμιαία αδράνεια αναφορικά με τη στάση του σώματος την οποία ο Micic διάβαζε και τιμωρούσε ακαριαία με το φονικό του drive. Το ίδιο επικίνδυνος μάλιστα ήταν βγαίνοντας μέσα από Flex δράσεις, εκτελώντας αυτές τις σωστές πάσες που δεν καταγράφονται στη στατιστική (είχε μόλις 2 τελικές) αλλά στην πραγματικότητα, έστρωσαν το χαλί για τους συμπαίχτες του ώστε να επιτεθούν απέναντι σε μια άμυνα που μετακινούταν. Την καλύτερη δουλειά επάνω στον Micic την έκανε ο Σέλβιν Μακ.
-Ο Αμερικανός γκαρντ είχε ένα εξαιρετικό ντεμπούτο με το «τριφύλλι». Έδειξε αμέσως τις αρετές του παιχνιδιού του και το τι μπορεί να φέρει στον φετινό Παναθηναϊκό. Ο Μακ επέδειξε μεγάλη αυτοπεποίθηση εκτελώντας από την περιφέρεια (δεν ήταν ποτέ το πιο δυνατό του σημείο) ενώ παράλληλα κέρδισε μάχες, παράγοντας στο 1on1 με κάθετο παιχνίδι. Ήταν αποτελεσματικός στα μετόπισθεν, αμυνόμενος και στις δύο γραμμές (εξαιρετική συμπεριφορά στο χαμηλό post) αποδεικνύοντας ότι η παρουσία μπορεί να δυναμώσει τους πράσινους σε αυτό το κομμάτι μιας και ο κόουτς Βόβορας μπορεί να έχει πλέον έναν defensive stopper στη θέση «1» ο οποίος παράλληλα έχει την ευχέρεια να απειλήσει μετά από ντρίμπλα στην επίθεση (σημαντικό).
.@ShelvinMack made an impressive start with 18 pts. vs @AnadoluEfesSK 🔥#paobc #panathinaikosbc #WeTheGreens #UnitedWeStand #panathinaikos #paoefs pic.twitter.com/GB1UsRq63J
— Panathinaikos BC (@paobcgr) November 15, 2020
Το ζήτημα στην περίπτωση του Μακ είναι αυτό που σας έθεσα στην πρόσφατη συνομιλία μας στο live chat του comment section της σελίδας. Να μείνει μακριά από λάθη που θα αφορούν το ball handling του και την ευρύτερη προσπάθεια του να δημιουργήσει . Δεν είναι ο pure PG ή ο “PnR wizard” αλλά ένας κόμπο που μπορεί να καλύψει δύο θέσεις στο backcourt. Eίναι θετικό πάντως ότι και στις προπονήσεις μέχρι τώρα ψάχνει πάντα την απλή αλλά ουσιαστική μεταβίβαση έχοντας κατανοήσει τι του ζητείται. Αυτό είναι εξόχως σημαντικό για μια ομάδα η οποία βασίζεται στο low mistake παιχνίδι (ο Παναθηναϊκός έχει τον χαμηλότερο δείκτη λαθών στην EL). Ο Μακ ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του αγώνα (18 πόντοι, 5/8 σουτ-5/6 προσωπικές, 2 κλεψίματα, 2 λάθη σε περίπου 21’) σε μια βραδιά όπου στους γηπεδούχους (με τον Νέντοβιτς εκτός) κόστισε το κακό performance των Φόστερ-Μποχωρίδη και μαζί η έλλειψη ενός κλασσικού wing shooter που θα άνοιγε την αντίπαλη άμυνα.
Good news
Tα καλύτερα νέα για τον Παναθηναϊκό τον τελευταίο καιρό, έρχονται από τη σαφώς αναβαθμισμένη (πολυεπίπεδα μάλιστα) εικόνα του Γιώργου Παπαγιάννη. Τόσο αυτός όσο και ο Άαρον Ουάιτ έχουν κάνει βήματα προόδου και αυτή η κατάσταση αποτελεί ένα σημαντικό κέρδος που σταδιακά θα αρχίσει να καρπώνεται η ομάδα σε όρους ομαδικού performance.
Ο 23χρονος σέντερ μετράει στις τρεις τελευταίες αναμετρήσεις της διοργάνωσης 11.3 πόντους (15/21 δίποντα), 6.7 ριμπάουντ, 2.0 ασσίστ και 1.0 μπλοκ, όντας 2ος σε BLK% στη διοργάνωση. Είχαμε πει από πέρυσι ότι οι πράσινοι έχουν rim protector (στο πρόσωπο του), απλά χρειαζόταν να τον πλαισιώσουν με άλλον έναν ο οποίος παράλληλα θα έφερνε switchability (ακριβώς για να μπορούν να αναχαιτίσουν κάθετες δράσεις όπως αυτές του Micic, είτε μιλάμε για καθαρή «αλλαγή» είτε για στιγμιαία βοήθεια που αλλάζει την κατεύθυνση ντρίμπλας και recover).
Ο Παπαγιάννης είναι αυτή τη στιγμή ένας υπό κατασκευή mobile ψηλός πάντα σε συνάρτηση με το μέγεθος του. Έχει δουλέψει πολύ το κορμί και τη ταχύτητα του, βελτιώνει σταδιακά το φτωχό του-μέχρι πρότινος- footwork και στις δύο πλευρές του παρκέ, έχει καλύτερα δεύτερα άλματα και μεγαλύτερη επίδραση στο παιχνίδι. Το δεξί baby hook του (ρολάροντας στον άξονα του αριστερού ώμου) είναι πλέον μια κίνηση με ικανοποιητικό δείκτη αποτελεσματικότητας. Και εδώ λοιπόν (στην περίπτωση του δηλαδή) υπάρχει πρόοδος η οποία μάλιστα είναι εμφανής και στον τρόπο που διαχειρίζεται τον εαυτό του (πνευματικό κομμάτι) εντός (και εκτός για όσους μπορούν να έχουν επαφή) παρκέ.
Θυμηθείτε λίγο (ενόψει και της δύσκολης εβδομάδας διπλών παιχνιδιών που έρχεται) τους πραγματικούς στόχους που είχαμε θέσει εδώ μαζί, ως σελίδα, αναφορικά με το φετινό πρότζεκτ του Παναθηναϊκού. Νομίζω ότι οφείλουμε να επιστρέφουμε σε εκείνο το άρθρο ξανά και ξανά, σε κάθε εβδομαδιαία αξιολόγηση ώστε να διατηρούμε ακέραιη την κρίση μας. Το τριφύλλι απλά οφείλει να περπατήσει το μονοπάτι της ατομικής βελτίωσης στον δρόμο για την ομαδική επιτυχία. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Y.Γ: H Μπαρτσελόνα παίζει ολοκληρωτικό μπάσκετ το τελευταίο διάστημα και το κάνει με τους όρους του Σάρας. Κάθε φορά δε, είναι σε θέση να έχει νέους πρωταγωνιστές. Ο Λιθουανός θέλει να αλλάξει το αγωνιστικό DNA και μαζί τις συνήθειες των Καταλανών. Όποιος δεν έχει διάθεση και δεν μπορεί να φέρει συγκεκριμένο βαθμό έντασης και συγκέντρωσης, μένει πίσω. Κάποιοι έχουν μείνει ήδη, κάποιοι άλλοι ανεβαίνουν. Η ομάδα βγάζει φρεσκάδα. Και μαζί με αυτήν, τα πρώτα σημάδια της σφραγίδας του προπονητή της. Και για να μη το ξεχάσω… Σε 5 ματς EL ο Κyle Kuric (έπαιξε “31” προχθές απέναντι στη Φενέρ) μετράει 12.0 πόντους με 17/25 τρίποντα (68%).
Best shooter in Europe?
Υ.Γ1: Το φετινό ντραφτ εκτός των άλλων θα μας δώσει εκτός των άλλων μια πρώτη γεύση για τα σχέδια των ομάδων του ΝΒΑ και το ποιοι συμπληρωματικοί παίχτες είναι πιθανό να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και ποιοι όχι. Υπάρχει ένα δυνατό pool παιχτών που μπορούν να κοιτάξουν προς την Ευρώπη και μερικά clubs που περιμένουν την ευκαιρία. Όσον αφορά τη διαδικασία, να δω ποιο γατόνι θα επιλέξει τον Avdija…
Υ.Γ2: Αλήθεια τώρα; Νaaaah…
.