Η πορεία της Ευρωλίγκας μέσα στο χρόνο. Η διαχείριση του προϊόντος, η αξιολόγηση των αποφάσεων σε οργανωτικό και αγωνιστικό επίπεδο, η απώλεια της ταυτότητας και της σύνδεσης με τη βάση του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Σκέψεις, σημειώσεις, προτάσεις με το βλέμμα στο μέλλον. Ο “Στεγόσαυρος” ανοίγει στο Hoopfellas τον φάκελο ενός θέματος που -ειδικά σε αυτή τη δύσκολη περίοδο- πρέπει συζητηθεί…
JC: Με μεγάλη μου χαρά σήμερα, καλώ στο βήμα ένα από παλαιότερα και πιο αφοσιωμένα μέλη της κοινότητας μας ώστε να μας παραθέσει τις απόψεις του επί ενός θέματος που στις ημέρες “καίει” όσο ποτέ άλλοτε. Εδώ και αρκετό καιρό άλλωστε έχει ληφθεί η απόφαση ότι φέτος η σελίδα μας θα “ανεβάσει” μερικά παιδιά (από τους κόλπους μας φυσικά), τα οποία θα κληθούν ανά τακτά διαστήματα να την υποστηρίξουν, σε επίπεδο αρθρογραφίας.
Την αρχή κάνει ο αγαπημένος μας “Στεγόσαυρος” με την αιχμηρή πέννα και το βαθυστόχαστη σκέψη του. Ποια είναι λοιπόν η πρόοδος της διοργάνωσης σε διάφορα επίπεδα μέσα σε όλα αυτά χρόνια; Τελικά, μήπως η EL είναι απλά ένας B-Class organisation; Αξίζει η δεύτερη πιο ποιοτική λίγκα του πλανήτη αυτή τη διαχείριση;
Ο “Στεγόσαυρος” είναι από τους πλέον κατάλληλους για να ξετυλίξει αυτό το κουβάρι, παραθέτοντας τις σκέψεις και τα επιχειρήματα του. Ας δούμε προσεκτικά τι έχει να μας πει. Enjoy…
Στεγόσαυρος: H EL πλέον επιδρά αρνητικά στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ
ΣΤ: Ο Τζιμ μου κάνει την τιμή και πάλι να με προσκαλέσει να γράψω στο Hoopfellas, αυτή την φορά για ένα θέμα το οποίο με απασχολεί αρκετά τα τελευταία χρόνια: την επίδραση της Ευρωλίγκα και του μοντέλου της στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Είμαι της άποψης ότι η μορφή του μπάσκετ που βλέπουμε στο παρκέ δεν είναι ποτέ άσχετη με τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία αυτό λειτουργεί, και στην εποχή μας αυτά έχουν να κάνουν κυρίως με την εμπορική προώθηση του αθλήματος.
Από αυτήν την σκοπιά, το επιχείρημά μου είναι ότι η Ευρωλίγκα πλέον επιδρά αρνητικά στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ, χωρίς όμως να της αποδίδω σατανικές ή συνωμοτικές ιδιότητες. Αντίθετα, και αυτό είναι η ειρωνεία της υπόθεσης, η ίδια λογική που έκανε την Ευρωλίγκα έναν θετικό παράγοντα που ενίσχυσε προϋπάρχουσες θετικές τάσεις στο άθλημα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον αγωνιστικό πλουραλισμό και μια σχετικά δημοκρατική διάταξη ανταγωνισμού στο υψηλότερο επίπεδο, σήμερα συμβάλλει σε ένα αρνητικό σπιράλ εξελίξεων τόσο στην αγωνιστική ποιότητα και ανταγωνισμό όσο και στην εμπορικότητα του προϊόντος.
Οι Απαρχές: Μια Ένωση Λιγκών
Οι παλαιότεροι θυμόμαστε ότι η Ευρωλίγκα ξεκίνησε ως δημιούργημα της Ούλεμπ, της ένωσης των εθνικών λιγκών όπου πρωτοστατούσαν οι Ισπανοί της ACB με παραστάτες την ιταλική Lega Basket. Θυμάμαι αμυδρά ήδη από τα 90s ότι στην Ούλεμπ ακούγονταν πολύ και λίγκες από χώρες της δυτικής Ευρώπης όπως η Πορτογαλία και η Ελβετία που κανονικά είχαν ελάχιστη παρέμβαση στα πράγματα. Αυτό προσέδιδε στην Ούλεμπ έναν πλουραλισμό και κυρίως μια πιο «ανεπτυγμένη» εικόνα σε σχέση με τα Ευρωπαϊκά κύπελλα της ΦΙΜΠΑ που κυριαρχούνταν από τις φτωχότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης και είχαν φορμάτ άκρως αντιεμπορικό.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά πώς στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 οι τότε πλούσιες ελληνικές ομάδες έπρεπε να περνούν τους χειμώνες τους στο Σαπόρτα και το Κόρατς ταξιδεύοντας σε διάφορες Σλοβακίες και Ουγγαρίες, χωρίς καμιά εμπορική και οικονομική λογική. Η τελευταία σταγόνα ήταν το σχέδιο της ΦΙΜΠΑ για «αναβάθμιση» των ευρωπαϊκών κυπέλλων με την δημιουργία της Σουπρολίγκα (ίσως το χειρότερο όνομα στην ιστορία του αθλητικού μάρκετινγκ) στην βάση ενός εθνικού point system. Η πρόταση θα οδηγούσε σε διάφορες στρεβλώσεις – θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στην Σουπρολίγκα σύμφωνα με το σχέδιο θα συμμετείχαν 3 (!) ομάδες από την Λιθουανία επειδή η Ζαλγκίρις είχε πάρει την Ευρωλίγκα του 1999 – και οι πλούσιες ομάδες της Δύσης ουσιαστικά τράβηξαν την πρίζα στην ΦΙΜΠΑ.
Στην αρχή της επομένως η Ευρωλίγκα αποτελούσε μια προβολή σε ευρωπαϊκό επίπεδο της δυναμικής και φιλοδοξίας της ισπανικής και ιταλικής λίγκας. Αν και η ACB είχε ήδη μπει στην πορεία δικής της γιγάντωσης, το 2000 η ιταλική Lega διατηρούσε ακόμα την θέση της ως το πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα στην Ευρώπη. Και οι δυο λίγκες είχαν ανοίξει την αγορά παικτών εκτός από κάποιους περιορισμούς στον αριθμό Αμερικάνων, και επίσης και οι δυο ήταν πρωτοπόρες στην εμπορική προώθηση (για τα τότε στάνταρ του Ευρωπαϊκού μπάσκετ).
Ταυτόχρονα, ως αντανάκλαση της Ούλεμπ, η Ευρωλίγκα στα πρώτα της βήματα φαινόταν να κάνει βήματα προς αυτό που η ΦΙΜΠΑ πάντα ήθελε αλλά ποτέ δεν κατάφερε, την εμπορική επέκταση στην αγορά της δυτικής Ευρώπης. Στην πρώτη Ευρωλίγκα της Ούλεμπ συμμετείχε ελβετική ομάδα – η μυθική Λουγκάνο Σνέικς – στις πρώτες δυο είχαμε πορτογαλικές ομάδες, ενώ σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας βλέπαμε βελγικές. Όταν το ρήγμα Ούλεμπ-ΦΙΜΠΑ γεφυρώθηκε προσωρινά το 2001, η διευρυμένη Ευρωλίγκα του 2001-02 με 32 ομάδες ήταν η πιο αντιπροσωπευτική και ποικιλόχρωμη διοργάνωση του ανώτερου επιπέδου του Ευρωπαϊκού μπάσκετ στην ιστορία, με το επίπεδο του ανταγωνισμού να μην υποφέρει ιδιαίτερα.
Στην πορεία φυσικά το πράγμα «έκλεισε» στις 24 ομάδες, και ορθώς, αλλά αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι η κεφαλαιώδης διαφορά μεταξύ της απαρχής της Ευρωλίγκα ως ένωση λιγκών και αυτού που είναι σήμερα, δηλαδή μια ένωση ομάδων. Αυτή η μετάβαση έγινε σταδιακά χάρη στην ικανότητα του Μπερτομέου να προσεταιριστεί τις ομάδες με την υπόσχεση ενός μοντέλου ΝΒΑ όπου αυτές θα έχουν τον έλεγχο. Καθώς όμως αυτή η αλλαγή συντελούνταν στην διάρκεια της δεκαετίας του ’00, δεν φαινόταν ακόμα ότι θα γινόταν εις βάρος της επέκτασης ή της ποιότητας του προϊόντος.
Η Δεκαετία της Μεγέθυνσης
Από πολλές απόψεις η Ευρωλίγκα δεν δημιούργησε αλλά έχτισε πάνω σε μια σύγκλιση θετικών εξελίξεων στις αρχές των 00s. Αυτό δεν αποτελεί μομφή: το να διαγιγνώσκεις και να χτίζεις πάνω στα θετικά θέλει ταλέντο και τόλμη, κάτι που η ΦΙΜΠΑ δεν είχε εκείνη την κρίσιμη στιγμή.
Ήταν η περίοδος της νέας γενιάς μεγάλων Ευρωπαίων αστέρων στο ΝΒΑ (Γκασόλ, Νοβίτσκι, Κιριλένκο, Πάρκερ) που αντανακλούσε στο ευρύτερο στάτους του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Οι ήττες της Team USA στην διάρκεια της δεκαετίας κατέδειξαν περαιτέρω το κλείσιμο της αγωνιστικής ψαλίδας. Μια σειρά άλλων Ευρωπαίων αστέρων δεν δοκίμασαν ή επέστρεψαν γρήγορα από περάσματα από το ΝΒΑ, με αποτέλεσμα η Ευρωλίγκα να γίνει η λίγκα των «Αμερικανοκτόνων» του καλοκαιριού – Ισπανών, Λιθουανών και φυσικά Ελλήνων. Με τα φιλικά με ομάδες του ΝΒΑ στην αρχή της σεζόν, το brand της αρχίζει να γίνεται γνωστό και στις ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή η Ευρωλίγκα, έχοντας καταλήξει σε ένα «ημίκλειστο» μοντέλο, συνδυάζει την εμπορική μεγέθυνση με την γεωγραφική διάδοση. Παρά τις ανισορροπίες – πχ την συμμετοχή του Ολυμπιακού την διετία 2003-05 όταν έβγαινε 8ος στο ελληνικό πρωτάθλημα – η Ευρωλίγκα παραμένει μια πραγματικά πανευρωπαϊκή διοργάνωση με σταθερό footprint στα Βαλκάνια, νέες αγορές όπως η Πολωνία, παρουσία στην δυτική Ευρώπη και διεξαγωγή προκριματικών όπου η κατάταξη των εθνικών πρωταθλημάτων δημιουργούσε προσδοκίες συμμετοχής.
Αυτός ο οργανωτικός πλουραλισμός αντανακλούσε και τον αγωνιστικό πλουραλισμό. Αυτή είναι η εποχή που οι σημαντικότερες ομάδες – Παναθηναϊκός, Ταού, Μακάμπι, ΤΣΣΚΑ, Σιένα, Μπενετόν – είναι ταυτόχρονα και «προγράμματα» με την κολεγιακή έννοια του όρου, πρεσβευτές διακριτών στυλ και λογικών μπάσκετ. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο έργο συγκεκριμένων προπονητών (κάποιες από αυτές τις ομάδες είχαν πολλούς διαφορετικούς προπονητές σε αυτήν την περίοδο άλλωστε), αλλά και στο ρίζωμά τους σε διαφορετικές αγωνιστικές κουλτούρες όπως αυτές αποτυπώνονταν και στα διακριτά προφίλ των εθνικών λιγκών. Ουσιαστικά η Ευρωλίγκα και στηριζόταν και ενίσχυε περαιτέρω τον πλουραλισμό ως χαρακτηριστικό του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, διευκολύνοντας παράλληλα την ώσμωση σε κάτι που θα χαρακτηρίζαμε ως διακριτό στυλ μπάσκετ της ηπείρου μας. Είναι τα χρόνια που στην Ευρώπη βλέπουμε να ξεδιπλώνονται αγωνιστικές τάσεις που σήμερα έχουν κυριαρχήσει πλήρως στο ΝΒΑ, με την Ευρωλίγκα να αποτελεί «εργαστήριο» για εξελίξεις παγκόσμιου βεληνεκούς.
Οι οργανωτικές αποφάσεις της Ευρωλίγκας δεν ήταν άσχετες με αυτήν την εξέλιξη. Κάτι για το οποίο κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει άλλωστε είναι η συνεχής διάθεσή της για πειραματισμούς και η τόλμη για αλλαγές. Αυτό όμως που είναι ενδιαφέρον είναι η μπασκετική λογική των αλλαγών στην πρώτη δεκαετία. Είναι ενδιαφέρουσα για παράδειγμα η απόφαση του 2008 να αλλάξει η πρώτη φάση από τρεις ομίλους των οκτώ ομάδων σε τέσσερις ομίλους των έξι, μειώνοντας έτσι τους αγώνες μιας ομάδας μέχρι τα playoffs από 20 σε 16. Διατηρώντας το μοντέλο του τοπ-16 με τους τέσσερις ομίλους όπου κάθε αγώνας ήταν κρίσιμος, είχαμε μια επιλογή στην λογική του less is more, κάτι που μοιάζει σχεδόν εξωγήινο στο σημερινό αθλητικό τοπίο όπου η ποσότητα υπερτερεί της ποιότητας σχεδόν σε κάθε απόφαση που λαμβάνεται.
Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του επομένως το εγχείρημα της Ευρωλίγκα περιβαλλόταν από αρκετή αισιοδοξία. Το καλοκαίρι του 2008, με την κρίση της Lehman και πολλές ομάδες του ΝΒΑ να έχουν ακόμα και ζήτημα οικονομική επιβίωσης, είχαμε ένα μίνι μεταγραφικό κύμα προς την Ευρώπη με πρωτοστάτη τον Τζος Τσίλντρες. Ήταν η εποχή που το αφεντικό της Σιένα Φερντινάντο Μινούτσι δήλωνε ότι το Ευρωπαϊκό μπάσκετ πρέπει να κοιτάει σοβαρά την προοπτική να συναγωνιστεί ευθέως το ΝΒΑ. Και το καλοκαίρι του 2010 είχαμε το αγωνιστικό απόγειο της άτυπης κόντρας των δυο κόσμων, με την συμβολική νίκη της πρωταθλήτριας Ευρώπης Μπαρτσελόνα επί των πρωταθλητών του ΝΒΑ Λέικερς του Κόμπε στην Βαρκελώνη.
Η Δεκαετία της Στασιμότητας
Αν στην πρώτη της δεκαετία η Ευρωλίγκα άδραξε την ευκαιρία που παρουσίαζαν διάφορες θετικές τάσεις, στην δεύτερη βρέθηκε αντιμέτωπη με αρνητικούς παράγοντες που ξεπερνούσαν κατά πολύ το μέγεθός της: από την οικονομική κρίση στην Ευρώπη και την νέα συλλογική σύμβαση του ΝΒΑ μετά το λοκ άουτ του 2011, στην αρχικά αργή και μετά σαρωτική έξοδο ταλέντου προς την Αμερική. Δεν συζητάμε εδώ αν η Ευρωλίγκα φταίει για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το Ευρωπαϊκό μπάσκετ σήμερα. Το θέμα είναι ότι ο τρόπος που τις αντιμετώπισε τελικά επέτεινε τις συνέπειές τους: μείωση του γεωγραφικού reach του προϊόντος, μεγαλύτερες ανισότητες στον συναγωνισμό, υποχώρηση της αγωνιστικής ποιότητας.
Η διάδραση αγωνιστικών και οργανωτικών/θεσμικών εξελίξεων έγινε σαφής στο πρώτο μισό της δεύτερης δεκαετίας. Το 2010 η ΦΙΜΠΑ αποφάσισε την σημαντική αλλαγή των διαστάσεων του γηπέδου – γραμμή τριπόντου και σχήμα ρακέτας. Η αντίστοιχη αλλαγή δέκα χρόνια πριν με τα 24΄΄ είχε υπάρξει μια πραγματική επανάσταση για το παγκόσμιο μπάσκετ και είχε συμβάλει στην βελτίωση του προϊόντος από την οποία η ίδια η Ευρωλίγκα τελικά επωφελήθηκε. Η αλλαγή του 2010 συνέτεινε και αυτή στην ίδια κατεύθυνση του να γίνει το μπάσκετ πιο θεαματικό, πιο γρήγορο και πιο αθλητικό, φιλοδοξία καταρχήν θεμιτή. Έθεσε έτσι την ανάγκη στις ομάδες να επενδύσουν σε αγωνιστικά στοιχεία που μέχρι τότε ήταν σε σχετικά δεύτερο πλάνο.
Εκείνη την στιγμή όμως έρχεται και η πρώτη απόφαση της Ευρωλίγκας για σημαντική αύξηση του αριθμού αγώνων, αλλάζοντας το 2012 το τοπ-16 σε δυο ομίλους των οκτώ. Οι αγώνες για να φτάσει μια ομάδα στα πλέι οφ εκτοξεύτηκαν έτσι από 16 σε 24, περισσότεροι από όσους χρειαζόταν για να κατακτήσει το πρωτάθλημα μέχρι τότε. Αγωνιστικά αυτή η απόφαση αύξησε τους αγώνες μεταξύ καλών ομάδων, δημιούργησε σασπένς και επέτρεψε στην Ευρωλίγκα να καταλάβει μεγαλύτερο μέρος στο ετήσιο καλεντάρι. Εισήγαγε όμως βίαια το Ευρωπαϊκό μπάσκετ σε μια λογική μαραθωνίου την ίδια ακριβώς στιγμή που οι αγωνιστικές αλλαγές μετέτρεπαν περισσότερο από ποτέ το παιχνίδι σε σπριντ. Έτσι μια οργανωτική απόφαση μετέτρεψε μια αναγκαία αγωνιστική αλλαγή σε μέρος του προβλήματος «quantity over quality».
Είναι ακριβώς δίπλα σε αυτές τις εξελίξεις που έρχεται και κάτι για το οποίο έχω γράψει επανειλημμένα στα σχόλια του Hoopfellas: η ραγδαία αύξηση του αριθμού Αμερικάνων παικτών στην Ευρωλίγκα, μια εξέλιξη σχεδόν φυσιολογική αν λάβουμε υπόψη μας τις παραπάνω συνθήκες. Μεταφέρω εδώ αυτούσιο σχεδόν το σχόλιο που έγραψα προ ημερών γιατί αποτυπώνει όσο καλύτερα μπορώ τις σκέψεις μου σε αυτό το θέμα:
«Βγήκε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση σχετικά με κάτι το οποίο επισημαίνω εδώ και καιρό: την συνεχόμενη (και κατά την γνώμη μου επιβλαβή) αύξηση του αριθμού και της σημασίας Αμερικάνων παικτών στην Ευρωλίγκα: https://runrepeat.com/american-euroleague.
«Τι μας λέει η έρευνα που καλύπτει όλη την 20ετία της μοντέρνας Ευρωλίγκας (2000-20):
[…]
«Πιστεύω ότι αυτά τα ευρήματα πρέπει να αναγνωστούν σε συνδυασμό με διάφορες εξελίξεις.
-Πρώτον την απελευθέρωση των Αμερικάνων που επέτρεψε η Ευρωλίγκα – δεν θυμάμαι ακριβώς πότε έγινε αυτή, οι περισσότεροι δείκτες όμως δείχνουν την πιο απότομη άνοδο υπέρ των Αμερικάνων μετά το 2005, οπότε λογικά κάπου εκεί πρέπει να ήταν η απόφαση.
-Δεύτερον την αλλαγή των διαστάσεων του γηπέδου το 2010 που αύξησε τις αποστάσεις και δημιούργησε νέες απαιτήσεις για αθλητικότητα και αντοχή. Η έρευνα δείχνει ότι υπήρξε μια ραγδαία αύξηση του αριθμού Αμερικάνων σέντερ, ιδιαίτερα μετά το 2013, προφανώς για να βρεθούν παίκτες που θα μπορούν να μαρκάρουν και μέσα και μακριά από το καλάθι. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «the Hines effect».
-Τρίτο και βασικότερο την τρομερή αφαίμαξη ευρωπαϊκού ταλέντου από το ΝΒΑ, που πλέον έχει λάβει χαρακτήρα «ανταλλαγής πληθυσμών»: το ΝΒΑ παίρνει ό,τι καλύτερο από την Ευρώπη και η Ευρώπη παίρνει τα λιμά της Αμερικής.
«Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι πλέον η Ευρωλίγκα μετατρέπεται σε μια επίτιμη αμερικανική λίγκα. Νομίζω ότι η τάση θα φαινόταν ακόμα περισσότερο αν οι αριθμοί αναλύονταν ανά ομάδα. Οι πολύ πλούσιοι – ΤΣΣΚΑ, Ρεάλ, Μπαρτσελόνα – μπορούν να πληρώσουν τους εναπομείναντες καλούς Ευρωπαίους και δεν έχουν ανάγκη Αμερικάνων να γεμίσουν τα ρόστερ τους. Από εκεί και κάτω όμως οι τάσεις είναι σαφείς […]
«Γιατί πρέπει να ενοχλεί αυτό; Καταρχάς είναι ένα «γαμώτο» γιατί να χαίρονται οι Αμερικάνοι τον Ντόντσιτς και τον Γιόκιτς και εμείς να έχουμε μείνει με τον Κλάιμπερν και τον Γουίλμπεκιν (όσο καλοί παίκτες κι αν είναι αυτοί). […] Αλλά πέραν της ευρω-περηφάνιας, είναι και ένα θέμα ποιότητας και κατεύθυνσης του μπάσκετ: η εθνική (αμερικάνικη) ομογενοποίηση δημιουργεί ομογενοποίηση και στο στυλ των ομάδων.
«[…] Και πάλι, στο υψηλότερο επίπεδο όπου τα μπάτζετ το επιτρέπουν – δηλ ΤΣΣΚΑ, Ρεάλ, Μπάρτσα, τώρα Εφές και πιο πριν Φενέρ – βλέπουμε όντως μείγματα παικτών και στυλ που η πρόσβαση στην καλή ευρωπαϊκής αγορά κάνει δυνατά. Και σίγουρα στα πιο κάτω πατώματα μπορούμε να ξεχωρίσουμε δουλειές ανάλογα με τον προπονητή. Αλλά η κεντρική τάση κατά την γνώμη μου είναι ξεκάθαρη. Όσο κι αν διαφέρουν οι προπονητές, τα ίδια υλικά θα φέρνουν ολοένα και πιο ίδιες συνταγές αναπόφευκτα. Ο κοσμοπολιτισμός που είχε η προ 15ετίας Ευρωλίγκα έχει πλέον χαθεί.
«Αλλά υπάρχει και ένας μεγαλύτερος κίνδυνος που δείχνει το γράφημα για την ηλικιακή γήρανση της Ευρωλίγκας. Και αυτός είναι τι θα γίνει όταν εκλείψει η υπάρχουσα γενιά αυτών που αποκάλεσα πιο πάνω «Ευρωπαίοι franchise players». […] Φέρνω στο νου μου τα ρόστερ των εθνικών στο τελευταίο Μουντομπάσκετ και Ευρωμπάσκετ και σκέφτομαι ότι πλέον δεν υπάρχει πραγματικά καλός Ευρωπαίος παίκτης κάτω των 26 που δεν παίζει στο ΝΒΑ. Και προσπαθώ να σκεφτώ ποια είναι τα νέα ονόματα που ξεπετάγονται στην Ευρώπη και δεν έχουν ήδη πάει ή σκέφτονται να πάνε στο ΝΒΑ. Ήδη ο Αβντίγια με μισή σεζόν της προκοπής έφυγε.
«Το πρόβλημα λοιπόν θα φανεί σε 5-6 χρόνια όταν η Ευρωλίγκα θα έχει πολύ σοβαρό ζήτημα μάρκετινγκ. Γιατί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ευρωλίγκα είναι το «ευρώ» στο όνομά της. Μια λίγκα στην οποία το Αρμάνι-Κίμκι θα γίνεται με 8-9 Αμερικάνους στο παρκέ χάνει τον λόγο ύπαρξής της πέραν από το να γεμίζουν τα διαδικτυακά κουπόνια στοιχηματισμού και να κάνουν τζίρους οι ατζέντηδες. […] Ακόμα και οι πιο σκληρόκαρδοι γιάπηδες θα σου πουν ότι, όσο και να προσπαθείς, ένα προϊόν που θα είναι ελλειμματικό σε ποιότητα και συναισθηματική σύνδεση με το κοινό του δύσκολα πουλιέται όσο ένα που έχει και τα δυο. Και η τάση για την Ευρωλίγκα πιστεύω είναι η ραγδαία απομείωση και των δυο αυτών χαρακτηριστικών.»
Βλέπουμε λοιπόν πώς η Ευρωλίγκα έχει εγκλωβιστεί σε έναν κύκλο αποφάσεων που μεγεθύνουν προβλήματα που η ίδια δεν έχει δημιουργήσει και που την ξεπερνούν κατά πολύ σε μέγεθος έτσι κι αλλιώς. Και αν κάποιος θα μπορούσε να πει ότι όλα αυτά συγχωρούνται αν υπήρχε εμπορικό κέρδος και αύξηση ενδιαφέροντος, αυτό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι ότι αυτές οι αποφάσεις δεν επιτυγχάνουν ούτε καν τον ταπεινό φιλάργυρο σκοπό τους.
Μεγαλώνουν τα Κομμάτια, Όχι Όμως η Πίτα
Από το 2012 και μετά η Ευρωλίγκα έχει μπει πια σε μια λογική που στα μάτια μου μοιάζει με μείγμα ματαιοδοξίας και απελπισίας. Σε αυτό το διάστημα απεμπολεί πια και τα τελευταία ίχνη της αρχικής αποστολής της να είναι μια λίγκα λιγκών και γίνεται πια μια λίγκα αποκλειστικά ομάδων, των «μετόχων» της όπως λέγεται κατ’ ευφημισμόν (γιατί είναι πραγματικά παράδοξο, ίσως και κωμικό, να υπάρχουν μέτοχοι στην χασούρα). Το 2016 δέχεται το «ντου» από την ΦΙΜΠΑ που καταθέτει σχέδιο κλειστής λίγκας 16 ομάδων – αφήνω ασχολίαστη εδώ την υποκρισία της επίσημης αρχής που υποτίθεται ότι έχει καταστατική αρχή της την σημασία των εθνικών πρωταθλημάτων. Ανταπαντά υποκλέπτοντας για άλλη μια φορά μια ιδέα από την κωμικά αδέξια ΦΙΜΠΑ δημιουργώντας αυτή ένα πρωτάθλημα 16 ομάδων και 30 αγωνιστικών. Το 2019 επεκτείνεται σε 18 ομάδες και 34 αγωνιστικές.
Αυτή η μεγέθυνση όμως δεν αντανακλά κάποια επέκταση του προϊόντος σε νέες αγορές ή αύξηση του ενδιαφέροντος. Αντίθετα, είναι μια μπακαλίστικη προσπάθεια μείωσης των κομματιών που κόβονται από μια πίτα της οποίας το απόλυτο μέγεθος παραμένει πεισματικά το ίδιο ενώ, σε σχετικούς όρους, έχει σμικρυνθεί ακόμα περισσότερο σε σύγκριση με το ΝΒΑ ή το ποδοσφαιρικό Τσάμπιονς Λιγκ. Μια λογική να «κλείσει» το κλαμπ απλά και μόνο για να μοιραστούν τα ψίχουλα σε λιγότερους και έτσι να δημιουργηθεί μια τεχνητή αύξηση εσόδων χωρίς η ίδια η Ευρωλίγκα να έχει κάνει κάτι για να αυξηθεί το συνολικό της μέγεθος. Και εδώ η ιστορική προοπτική είναι χρήσιμη για να καταλάβουμε από πού ξεκινήσαμε και πού βρεθήκαμε.
Το 2000 η Ευρωλίγκα είχε ξεκινήσει με τέσσερις ιταλικές ομάδες και στα πρώτα τέσσερα χρόνια της ιστορίας της η Ιταλία είχε σταθερά δυο ομάδες στα ημιτελικά. Σήμερα συμμετέχει μόλις μια ιταλική ομάδα στις 18 και το ενδιαφέρον στην Ιταλία για το ευρωπαϊκό συλλογικό μπάσκετ είναι μηδαμινό σε σχέση με πριν από 15 ή 20 χρόνια, σχεδόν ανύπαρκτο – και το γράφω μετά λόγου γνώσεως αυτό. Κάποτε σκοπός της Ευρωλίγκα ήταν η είσοδος στις αγορές της δυτικής Ευρώπης. Η πρώτη ύλη για αυτό υπήρχε. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έβρισκες ακόμα ομάδες ανταγωνιστικές στα Ευρωπαϊκά κύπελλα ακόμα και σε άγραφες χώρες όπως η Ολλανδία και η Πορτογαλία. Συνομήλικοί μου μπασκετόφιλοι από χώρες με ελάχιστη παράδοση στο άθλημα μου διηγούνται ιστορίες για ομάδες και παίκτες που θυμούνται από εκείνα τα χρόνια στις χώρες τους. Σήμερα όμως κανένας τους δεν παρακολουθεί ευρωπαϊκό συλλογικό μπάσκετ, παρά μόνο ΝΒΑ. Αν εξαιρέσουμε την Ελλάδα και την Λιθουανία, η διείσδυση της Ευρωλίγκα στα μηντιακό και αθλητικό τοπίο των περισσότερων άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι περίπου αντίστοιχης του ενδιαφέροντος που έχετε όσοι διαβάζετε αυτές τις γραμμές για το ράγκμπι ή το χάντμπολ.
Χωρίς να είμαι ειδικός στο αθλητικό μάρκετινγκ, αδυνατώ να καταλάβω πώς μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής μια διαδικασία που σε 20 χρόνια είδε την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση να έχει αποχωρήσει από σειρά χωρών όπου το συλλογικό μπάσκετ είχε για χρόνια στέρεη παρουσία – Γαλλία (μέχρι την επαναφορά της Βιλερμπάν), Σλοβενία, Κροατία αλλά και Πολωνία, Βέλγιο, Πορτογαλία – και να έχει σμικρυνθεί η παρουσία της σε σημείο σχεδόν εξαφάνισης σε μια χώρα που ήταν στο επίκεντρο του νέου εγχειρήματος όπως η Ιταλία. Που έχει συμβάλει στην απομείωση του Ευρωπαϊκού χαρακτήρα του συλλογικού μπάσκετ παρακολουθώντας χωρίς καμιά αντίδραση την έξοδο τόσων Ευρωπαίων προς το ΝΒΑ και την αντικατάστασή τους από Αμερικάνους συχνά αμφιβόλου ποιότητας. Που ο τελικός της απολογισμός είναι σε τελική ανάλυση η καταβαράθρωση του συλλογικού μπάσκετ από την δεύτερη θέση του ενδιαφέροντος που κατείχε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στην σχεδόν απόλυτη απαξία εκτός μιας δεκάδας πόλεων και χωρών που ακόμα ασχολούνται.
Και όλα αυτά σε μια περίοδο συνεχούς αύξησης του ενδιαφέροντος για το μπάσκετ συνολικά, με ταλέντα να ξεπηδούν από κάθε γωνιά της Ευρώπης, με ΝΒΑers ακόμα και από την Αυστρία ή την Φινλανδία. Ζούμε δηλαδή σε μια περίοδο που σχεδόν όλοι οι δείκτες του παγκοσμίου μπάσκετ μεγεθύνονται, εκτός από το Ευρωπαϊκό συλλογικό μπάσκετ. Δεν θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν ευθύνεται κάποιος για αυτό;
Τι Μπορεί Να Γίνει
Προτάσεις έχω, αναγκαστικά όμως αυτές αντανακλούν την οπτική ενός φίλου του μπάσκετ και όχι ενός υπεύθυνου μάρκετινγκ με πλήρη γνώση όλων των μεγεθών και παραμέτρων. Καταθέτω λοιπόν κάποιες ιδέες, όχι απαραίτητα επεξεργασμένες, απλά με την δική μου λογική του πώς θεωρώ ότι κάποιες από τις υπάρχουσες αρνητικές τάσεις θα μπορούσαν να αναστραφούν. Προφανώς αντιρρήσεις και σχόλια είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτα:
Α) Κατάργηση του φάιναλ φορ και ανάδειξη του πρωταθλητή Ευρώπης με σειρά best of 5: Ξέρω ότι οι περισσότεροι θα τσινίσετε, το φάιναλ φορ είναι συνυφασμένο με την ανάδειξη του πρωταθλητή Ευρώπης εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Θεωρώ όμως ότι δεν έχει νόημα να περιορίζονται οι αγώνες του υψηλότερου επιπέδου που πραγματικά είναι ό,τι καλύτερο έχει να δείξει το ευρωπαϊκό μπάσκετ συνολικά, με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των καλύτερων Ευρωπαίων εκτός-ΝΒΑ παικτών συγκεντρώνεται στις καλύτερες 4-5 ομάδες της διοργάνωσης. Είναι πραγματικά παράδοξο που η Ευρωλίγκα επέλεξε την αύξηση αγώνων στην αρχή της διοργάνωσης, στην κανονική περίοδο, και όχι στο τέλος της εκεί που αγωνίζονται οι καλύτεροι (το αντίθετο της απόφασης του 2008 να μειωθεί η κανονική περίοδος αλλά να αυξηθούν οι αγώνες των πλέι οφ). Και είναι αστείο να έχουμε φτάσει πια στο σημείο που μια ομάδα πρέπει να παίξει 40 αγώνες για φτάσει να διεκδικεί ένα τρόπαιο σε δυο αγωνιστικά 40λεπτα.
Προσωπικά λοιπόν θα προτιμούσα πολύ περισσότερο μείωση των αγώνων της κ.π. και ένα σύστημα που ευνοεί τις εκπλήξεις πιο νωρίς – πχ με ένα τοπ-16 πάλι με τέσσερις ομίλους και τα προημιτελικά και τα ημιτελικά των πλέι οφ στις 2 νίκες – μέχρι να φτάσουμε στον τελικό όπου είναι λογικό ο καλύτερος να βγει με σειρά 5 αγώνων. Ακόμα και στο επιχείρημα ότι στα φάιναλ φορ βλέπουμε ματσάρες ανταπαντάω ότι δεν θα ήταν καλύτερο αντί να βλέπουμε το ΤΣΣΚΑ-Ρεάλ ή Μπαρτσελόνα-Εφές μια φορά να τα βλέπαμε τρεις, τέσσερις ή πέντε; Και αντίστοιχα, γιατί να δεις τον MVP Ντόντσιτς, Κλάιμπερν ή Λάρκιν σε δυο αγώνες την άνοιξη και όχι σε δέκα; Το επιχείρημα ότι το φάιναλ φορ είναι η διοργάνωση των εκπλήξεων είχε νόημα όταν εκεί έφταναν πραγματικά αουτσάιντερ όπως η Παρτιζάν του 2010. Πλέον και από την σκοπιά του αουτσάιντερ να το δεις, δεν θα ήταν εμπορικά πιο ωφέλιμο για την Ζαλγκίρις του 2018 να έπαιζε εντός έδρας τους αγώνες μια σειράς με την Ρεάλ αντί για ένα ματς σε ουδέτερο;
Σε όσους λείπουν οι εκπλήξεις των νοκ άουτ από την άλλη έχω να προτείνω την ιδέα ενός πανευρωπαϊκού φάιναλ έιτ κυπέλλου στην μέση της χρονιάς. Η ιδέα ενός mid-season tournament είναι κάτι που κερδίζει έδαφος και στο ΝΒΑ, ενώ σε χώρες όπως η Ισπανία το φάιναλ έιτ του κυπέλλου είναι πολύ πιο εμπορική και σημαντική διοργάνωση για τα εγχώρια ΜΜΕ από το φάιναλ φορ της Ευρωλίγκα. Ένα ευρωπαϊκό φάιναλ έιτ στο οποίο θα συμμετείχαν οι πρώτες οκτώ ομάδες της κατάταξης του πρώτου γύρου της Ευρωλίγκα ή οι κυπελλούχοι οκτώ χωρών μετά τα εθνικά φάιναλ έιτ ή κάποιο άλλο φορμάτ θα ήταν ένας θεσμός εκπλήξεων και θα δημιουργούσε ένα πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον στο μέσο μιας μακράς σεζόν.
Β) Δημιουργία δυο διαφορετικών «μονοπατιών» πρόκρισης στην Ευρωλίγκα: Είναι η ιδέα του ποδοσφαιρικού Τσάμπιονς Λιγκ για διαφορετικά μονοπάτια εθνικών πρωταθλητών από μικρές χώρες και ομάδων από μεγαλύτερα πρωταθλήματα. Στην Ευρωλίγκα των 18 ομάδων θα ήθελα να δω δυο θέσεις να δίνονται στους νικητές δυο διαφορετικών «δεύτερων» Ευρωπαϊκών κυπέλλων. Το ένα θα έμοιαζε με το σημερινό Γιούροκαπ στο οποίο θα συμμετείχαν ομάδες από τις μεγαλύτερες λίγκες που έχουν πολλαπλή εκπροσώπηση στην Ευρωλίγκα: Ισπανία, Ρωσία, Γερμανία, Τουρκία. Στο δεύτερο θα αγωνίζονταν ομάδες από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Και στα δυο κύπελλα οι ομάδες θα προκρίνονταν με βάση τα αποτελέσματα των εθνικών πρωταθλημάτων τους. Με αυτόν τον τρόπο τα εθνικά πρωταθλήματα θα ξανα-αποκτούσαν ενδιαφέρον, όχι γιατί θα έδιναν απευθείας πρόκριση στην Ευρωλίγκα αλλά γιατί θα έδιναν τουλάχιστον πρόκριση στα ευρωπαϊκά κύπελλα από όπου μια ομάδα θα μπορούσε να παίξει στην Ευρωλίγκα, δημιουργώντας έτσι μια Ευρωπαϊκή «πυραμίδα». Θα μπορούσε να υπάρχει και μια τρίτη θέση ανοικτή για προκριματικά στην αρχή της επόμενης σεζόν στα οποία θα συμμετείχαν οι επόμενες 3 καλύτερες ομάδες από κάθε ένα από τα δυο κύπελλα προκειμένου να δοθεί κυρίως μια δεύτερη ευκαιρία στις καλές ομάδες από τις μεγάλες λίγκες στο Γιούροκαπ.
Εννοείται ότι η συγκεκριμένη πρόταση προϋποθέτει και κάποια συνεννόηση Ευρωλίγκα-ΦΙΜΠΑ, κάτι που σήμερα παραμένει ακόμα εντελώς ουτοπικό.
Γ) Έμφαση στο μάρκετινγκ της Ευρωλίγκα ως λίγκα νέων ταλέντων: Δεν ξέρω αν υπάρχουν σχετικές μετρήσεις αλλά είμαι σίγουρος ότι, αν υπάρχει μια σεζόν που Αμερικάνοι παρακολουθούσαν Ευρωλίγκα περισσότερο από ποτέ, τότε αυτή σίγουρα το 2017-18, και ο λόγος φυσικά είναι ο Λούκα Ντόντσιτς. Για να είμαστε ειλικρινείς, ένας Αμερικάνος δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να παρακολουθήσει Ευρωλίγκα εκτός από το να τσεκάρει νέα ταλέντα που θα μπορούσαν να απασχολήσουν το ΝΒΑ. Αυτό όμως δείχνει και μια ευκαιρία που έχει η Ευρωλίγκα να βρει ένα δικό της niche στο παγκόσμιο μπάσκετ ως λίγκα-φυτώριο (δίπλα σε πιο έμπειρους παίκτες προφανώς). Εξαρχής βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση για να το κάνει αυτό από το NCAA και την G-League από άποψη ποιότητας και υποδομών.
Είχα διαβάσει προ μηνών μια συνέντευξη του Χουάν Μοράλες (οι παλιότεροι θα τον θυμάστε ως παίκτη) που είναι σήμερα διευθυντής της Μπανταλόνα. Έλεγε ότι, καθώς η ομάδα πλέον δεν έχει χρήματα, αυτό που δημιουργεί ταύτιση με τους οπαδούς είναι η ανάπτυξη νέων παικτών και η παρακολούθηση της προόδου της παραγωγικής διαδικασίας της ομάδας. Το προϊόν της Μπανταλόνα επομένως είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας της ομάδας ως διαδικασία παραγωγής μπάσκετ. Και αυτό είναι κάτι που η ACB συνολικά έχει υιοθετήσει, καθώς αναδεικνύει πλέον όλο και περισσότερο τον ρόλο της ως θερμοκήπιο νέων ταλέντων από όλη την Ευρώπη, την Λατινική Αμερική και την Αφρική. Αυτός ο συνδυασμός ανάδειξης παικτών και ενός πραγματικά κοσμοπολιτικού χαρακτήρα προσδίδει πλέον στην ACB τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σε εποχές που οι αποστάσεις της Ρεάλ και της Μπαρτσελόνα από τους υπολοίπους έχουν γιγαντωθεί.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να γίνει και σε επίπεδο Ευρωλίγκας και σε αυτό το πλαίσιο θα ενέτασσα και την σταθερή μου πρόταση η Ευρωλίγκα να επιστρέψει σε περιορισμό του αριθμού των Αμερικάνων, τον οποίο άλλωστε έχει και η ACB. Αυτό δεν θα έλυνε κάτι από μόνο του, αλλά θα βοηθούσε να γενικευθεί η κουλτούρα ανάδειξης νεαρών παικτών που έχουν οι ισπανικές και κάποιες άλλες (πχ Ζαλγκίρις) ομάδες. Ο περιορισμός θα μπορούσε να μπει σε συνδυασμό με άλλες αλλαγές όπως πχ την υποχρέωση των σταθερών ομάδων της Ευρωλίγκα να διατηρούν εφηβική ομάδα (χωρίς περιορισμούς σε ό,τι αφορά τον αριθμό ξένων μη-Αμερικάνων παικτών) και την αναβάθμιση και προβολή μιας «εφηβικής» Ευρωλίγκα, ή την παρουσία στο αγωνιστικό ρόστερ τουλάχιστον ενός 19χρονου. Η ανάδειξη νέων παικτών θα μπορούσε έτσι να γίνει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και selling point της Ευρωλίγκα και πέρα από τα όρια της Ευρώπης, αλλά και αυτό που θα της επέτρεπε να ξανασυνδεθεί με την βάση του ευρωπαϊκού μπάσκετ…
JC: Ευχαριστούμε πολύ τον Στεγόσαυρο για το εξαιρετικό του κείμενο.
Υ.Γ: “Those times when you get up early and you work hard, those times when you stay up late and you work hard, those times when you don’t feel like working, you’re too tired, you don’t want to push yourself, but you do it anyway. That is actually the dream. That’s the dream. It’s not the destination, it’s the journey. And if you guys can understand that, then what you’ll see happen is you won’t accomplish your dreams, your dreams won’t come true; something greater will”
Αυτό ακριβώς. Και δεν το παραθέτω καθόλου τυχαία…